Οι σαμουράι ήταν μια κάστα ατρόμητων πολεμιστών που υπηρετούσαν την αριστοκρατία με τα όπλα τους για περισσότερο από 600 χρόνια. Η λέξη πρωτοεμφανίστηκε σε ένα έγγραφο της περιόδου Χεϊάν (794-1185) και προέρχεται από το ιαπωνικό ρήμα σαμoρό ή σαμπουρό. Αρχικά περιέγραφε τους προσωπικούς υπηρέτες των πλούσιων και πανίσχυρων γαιοκτημόνων του 8ου αιώνα στην Ιαπωνία. Πριν από εκείνη την εποχή, αυτοί οι άνθρωποι ονομάζονταν mono-no-fu ή bushi. Mono σημαίνει «πράγμα» και fu σημαίνει «άνθρωπος». δηλαδή, άντρες που ασχολούνται με πράγματα – και με τα «πράγματα» εννοούμε τα όπλα. Ήταν εξαιρετικοί στην χρήση του σπαθιού, το γνωστό σε όλους κατάνα, και οι θρύλοι έδιναν και έπαιρναν.
Η λέξη bushi σημαίνει «άνθρωπος των όπλων». Ένα άλλο έγγραφο από την ίδια περίοδο, απαριθμεί τα διάφορα επαγγέλματα της εποχής και οι bushi περιλαμβάνονται στη λίστα μαζί με τους διδασκάλους, τους γιατρούς, τους τραγουδιστές, τους χορευτές κλπ.
Όπως έχουν επισημάνει πολλές μελέτες, δεν ήταν ούτε γαιοκτήμονες ούτε ένοπλοι αγρότες. Εξ αρχής ήταν επαγγελματίες πολεμιστές. Ήταν οι καλοπληρωμένοι συντηρητές των Daimyo (οι μεγάλοι φεουδάρχες γαιοκτήμονες). Είχαν υψηλό κύρος και ειδικά προνόμια, όπως το να φέρουν δύο ξίφη.
Οι πολεμιστές Σαμουράι ζουσαν με τους κανόνες του Bushido (ο δρόμος του πολεμιστή), έναν κώδικα συμπεριφοράς βασισμένο στις αρχές του Κομφουκιανισμού και του Ζεν Βουδισμού, που καλύπτει σχεδόν κάθε τομέα της ζωής. Ο κώδικα Bushido απαιτούσε από έναν σαμουράι να δείξει απόλυτη πίστη και υπακοή στον κύριό του. Έπρεπε να αντιμετωπίζει με χαρά τον κίνδυνο, ακόμη και τον θάνατο, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Το Hagakure, μια συλλογή γραπτών του δέκατου όγδοου αιώνα για το Μπουσίντο, διακηρύσσει, «Ο δρόμος του Σαμουράι είναι ο θάνατος… Όταν ένας σαμουράι είναι συνεχώς προετοιμασμένος για το θάνατο, μπορεί να αφιερώσει αλάνθαστα τη ζωή του στην υπηρεσία του κυρίου του».
Όταν σαμουράι που απογοήτευε τον άρχοντά του ήταν χειρότερο κι από τον θάνατο. Υπήρχε μόνο ένας τρόπος για να διαγραφεί η ατιμία. Οι σαμουράι έπρεπε να διαπράξουν το seppuku, σε μας γνωστό ως χαρά-κιρί, ή «κάθισμα στην κοιλιά». Σε αυτήν την τρομερά οδυνηρή μορφή αυτοκτονίας, ο ατιμασμένος σαμουράι χρησιμοποιούσε ένα κοντό σπαθί για να ανοίξει την κοιλιά του και να απελευθερώσει το πνεύμα του.
Ο κώδικας Μπουσίντο απαιτούσε από τους σαμουράι να ζήσουν μια αγνή, απλή ζωή. Έπρεπε να δείχνουν αξιοπρέπεια, σεβασμό και σιωπηλή αυτοπεποίθηση. Ο ιδανικός σαμουράι ήξερε τον σωστό τρόπο να περπατάει, να υποκύπτει, να κρατά τα τσόπστικς του, να αφαιρεί τα κεφάλια του εχθρού στη μάχη και να τα παρουσιάζει στη συνέχεια.
Γνώριζε επίσης την αξία της ειλικρίνειας. «Ποτέ μην πείτε ούτε μια ψευδή λέξη, ούτε καν το μισό της», συνέστηνε ο σαμουράι πολέμαρχος Χότζο Σουν στα 1400. Ο Σουν παρακινούσε επίσης τους υπόλοιπους σαμουράι να μελετούν ποίηση, ανάγνωση και γραφή. «Κρατήστε τις λογοτεχνικές σας δεξιότητες στο αριστερό σας χέρι», έγραψε, «και τις πολεμικές δεξιότητες στο δεξί σας. Αυτός είναι ο νόμος από την αρχαιότητα».
Οι Σαμουράι μπορούσαν να παντρευτούν, αν μεσολαβούσε κάποιος του ίδιου ή ανώτερου βαθμού. Ενώ για τους σαμουράι των ανώτερων τάξεων αυτό ήταν μια ανάγκη (καθώς οι περισσότεροι είχαν λίγες ευκαιρίες να συναντήσουν κάποια γυναίκα), αυτό ήταν μια τυπικότητα για τους χαμηλόβαθμους σαμουράι.
Οι περισσότεροι σαμουράι παντρεύονταν γυναίκες από άλλη οικογένεια σαμουράι, αλλά στους χαμηλόβαθμους επιτρέπονταν γάμοι και με κοινά άτομα. Σε αυτούς τους γάμους, η προίκα που πρόσφερε η γυναίκα χρησιμοποιούταν για τη δημιουργία του νέου σπιτιού του ζευγαριού.
Ένας σαμουράι μπορούσε να έχει και παλλακίδες, αρκεί να είχαν ελεγχθεί από άλλους ανώτερους σαμουράι. Σε πολλές περιπτώσεις, η σχέση με μια παλλακίδα έμοιαζε και με έναν κανονικό γάμο. Η απαγωγή δε μιας παλλακίδας, αν και συνηθισμένη στη μυθοπλασία, ήταν ντροπιαστική, αν όχι εγκληματική.
Κατά τη διάρκεια της εποχής Tokugawa (1603-1868), πολλοί σαμουράι άρχισαν να ασχολούνται περισσότερο με την γραφειοκρατία παρά με τις μάχες. Χωρίς συγκρούσεις για πάνω από εκατό χρόνια, οι σαμουράι έπαθαν με το δίκιο τους, κρίση ταυτότητας.
Τελικά, ο αυτοκράτορας Meiji αφαίρεσε πολλά από τα προνόμια που απολάμβαναν οι σαμουράι όλους αυτούς τους αιώνες. Απορρίφθηκαν ως ο μοναδικός στρατός της Ιαπωνίας και αντικαταστάθηκαν από έναν στρατό στρατολογημένο από τη Δύση. Οι Σαμουράι έχασαν πολλές από τις κοινωνικές τους θέσεις και έχασαν το αποκλειστικό δικαίωμα να κουβαλούν ξίφη ή να επιτίθενται σε απλούς ανθρώπους όταν έδειχναν ασέβεια.
Πολλοί σαμουράι είτε κατέληξαν στο στρατό είτε έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι ή σπούδασαν στο εξωτερικό και αποτέλεσαν την ακαδημαϊκή ελίτ. Ωστόσο, μετά το τέλος της αποκατάστασης του Meiji (αναλυτικό αφιέρωμα θα βρείτε εδώ), οι σαμουράι έχασαν πια τελείως την αίγλη τους.
Πάμε να δούμε μερικές χρωματισμένες φωτογραφίες των τελευταίων σαμουράι το διάστημα 1860-1900:
Τι στο καλό γύρευαν όμως 36 σαμουράι, οπλισμένοι με katanas και wakizashis, ντυμένοι με το παραδοσιακό kamishimo, να ποζάρουν μπροστά από τη Σφίγγα της Γκίζας; Διαβάστε το άρθρο μας εδώ.
Πηγές: Universal History Archive, UIG, Getty Images, Japan in the Days of the Samurai, The Samurai: A Military History, Samurai An Illustrated History, Wikipedia, Rare Historical Photos