γράφει ο Χρήστος Κεφαλλωνίτης
Το Βασίλειο του Μπουτάν (Bhutan) με έκταση 38.394 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό 756.129 αποτελεί ένα από τα μικρότερα σε πληθυσμό κράτη της Ασίας μαζί με το Μπρουνέι.
Πρωτεύουσα του είναι το Θίμφου ή αλλιώς Τίμπου (Thimphu) με πληθυσμό 79.185 κατοίκους σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2005 και είναι και το οικονομικό κέντρο της χώρας.
Αξιοσημείωτο αποτελεί το αεροδρόμιο του Μπουτάν που δεν βρίσκεται στην πρωτεύουσά του το Θίμφου αλλά 54 χιλιόμετρα μακριά από αυτή στην πόλη Πάρο. Είναι το μικρότερο αεροδρόμιο που μπορεί να προσγειωθεί αεροπλάνο εμπορικής αερογραμμής και μόνο 8 πιλότοι στον κόσμο έχουν πιστοποίηση γι’ αυτό.
Έως το 1960 το Μπουτάν ήταν εντελώς απομονωμένο από τις υπόλοιπες πολιτισμένες χώρες. Το μέσο προσδόκιμο ζωής ήταν 33 χρόνια. Δεν υπήρχαν δρόμοι και σύγχρονα μέσα μεταφοράς. Μουλάρια, βουβάλια και άλογα χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι για να μετακινούνται. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε δίκτυο τηλεπικοινωνιών και ταχυδρομικό σύστημα. Οι ξένοι επισκέπτες δεν επιτρέπονταν.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, όταν ο τέταρτος βασιλιάς του Μπουτάν Γίγκμε Σίνγκγιε Βαντσούκ ανέλαβε την εξουσία το 1972. Έβαλε τέλος στην απομόνωση της χώρας, αν και καθυστερημένα. O 18χρονος τότε βασιλιάς αντικατέστησε τον δείκτη Α.Ε.Π (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) με τον δείκτη Α.Ε.Ε. (Ακαθάριστη Εγχώρια Ευτυχία) για τη μέτρηση της ευημερίας του τόπου. Η ακαθάριστη εγχώρια ευτυχία λειτούργησε ως την κατευθυντήρια αρχή για την ανάπτυξη του Μπουτάν. Βασιζόταν σε τέσσερις βασικούς πυλώνες: τη χρηστή διακυβέρνηση, την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη, τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς και την προστασία του περιβάλλοντος. Έτσι, η ευτυχία ξεπερνά τους οικονομικούς όρους.
Η χώρα άρχισε σιγά σιγά να εκσυγχρονίζεται. Χτίστηκαν σχολεία και νοσοκομεία. Οι πολίτες απέκτησαν δωρεάν ιατρική περίθαλψη και δωρεάν εκπαίδευση. Ο πρώτος εθνικός τηλεοπτικός σταθμός δημιουργήθηκε το 1999. Την ίδια χρονιά έφτασε στο Μπουτάν και το Ίντερνετ. Πλέον οι περισσότεροι έχουν κινητό. Το προσδόκιμο ζωής ανέβηκε στα 67,6 χρόνια.
Το 2006 ο βασιλιάς Βανγκτσούκ εγκατέλειψε τον θρόνο του ώστε να ανοίξει ο δρόμος για μια κοινοβουλευτική δημοκρατία με τη μορφή της συνταγματικής μοναρχίας. Τον διαδέχτηκε ο γιος του, Γίγκμε Κεσάρ Ναμγκιάλ Βανγκτσούκ σε ηλικία 26 ετών. Ο νέος βασιλιάς συνέχισε την ιδέα της ακαθάριστης εγχώριας ευτυχίας. Υποστηρίζει ότι κάθε απόφαση και πολιτική που εφαρμόζεται επιδιώκει την ευτυχία των πολιτών.
Με ηγέτη έναν πνευματικό αρχηγό, γνωστό ως Ζαμπντρούνγκ Ρινπότσε, η περιοχή αποτελείτο από πολλά φέουδα και διοικείτο από μία βουδιστική θεοκρατία. Μετά από έναν εμφύλιο πόλεμο τον 19ο αιώνα, ο Οίκος των Βανγκτσούκ επανένωσε την χώρα και εγκαθίδρυσε σχέσεις με την Βρετανική Αυτοκρατορία. Το Μπουτάν ανέπτυξε στρατηγική συνεργασία με την Ινδία κατά την διάρκεια της ανόδου του κινέζικου κομμουνισμού, και έχει ένα αμφισβητούμενο σύνορο με την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Mέχρι το 1974 δεν είχε πατήσει το πόδι του δυτικός στο Μπουτάν, ακόμα και σήμερα ελάχιστοι είναι αυτοί που το επισκέπτονται εξασφαλίζοντας την απαραίτητη άδεια εισόδου στην χώρα και πάντα μέσω ενός τουριστικού γραφείου, μιας και το Μπουτάν θέλει να διαφυλάξει το περιβάλλον του και τις παραδόσεις των κατοίκων του. Επίσης, όσο ακραίο και αν ακούγεται, η κυβέρνηση επιβάλει στον κάθε τουρίστα να πληρώνει περίπου 150 ευρώ την μέρα για κάθε μέρα παραμονής του στη χώρα. Μέσα στην τιμή αυτή, να ξέρεις, ότι περιλαμβάνεται το φαγητό, η διαμονή και η μετακίνηση σου εντός του Μπουτάν καθώς επίσης και ξεναγός.
Όταν επισκεφτείς το Μπουτάν υπάρχουν συγκεκριμένα μνημεία και αξιοθέατα που αξίζει να δεις. Συγκεκριμένα, αξίζει να επισκεφτείς το Tiger’s Nest (Η φωλιά της Τίγρης). Πρόκειται για μια τοποθεσία που εμφανίστηκε για πρώτη φορά από τον Guru Rinpoche, ο Βούδας που γεννήθηκε από τον Λωτό, και ίδρυσε το Θιβετιανό βουδισμό. Το μνημείο αυτό δεσπόζει ανάμεσα στις άγριες κορυφές του Paro και το trek των 10 χλμ. ανάμεσα σε πυκνούς κέδρους και υψώματα είναι απαιτητικό, αλλά αξίζει.
Επίσης, αξίζει να επισκεφτείς το Punakha Dzong, πρόκειται για το πιο εντυπωσιακό από τα τοπικά διοικητικά κέντρα, ή Dzong όπως ονομάζονται. Στην ουσία πρόκειται για κάστρα-μοναστήρια. Στέκει ανάμεσα σε δύο ποταμούς, σαν κοιμισμένος ελέφαντας. Οι κεντρικές αυλές, οι αίθουσες προσευχής, οι ξύλινες ζωγραφισμένες κατασκευές και η δεξιοτεχνία των μοναχών είναι μοναδικές.
Εξίσου εντυπωσιακό το Dzong στο Paro, από τα πιο γνωστά και αξιόλογα δείγματα της τοπικής αρχιτεκτονικής, και στο Θίμφου. Τέλος, αξίζει να επισκεφτείς το Dochula Pass. Εκεί, θα πρέπει να ανεβείς στα 3.500 μ. σε μια εντυπωσιακή τοποθεσία-πέρασμα με υπέροχη θέα στα Ιμαλάια και να δέσεις τις σημαίες προσευχής σου στον αέρα, ελπίζοντας ότι μία μέρα οι προσευχές σου θα εισακουστούν.
Κανείς δεν ξέρει για πόσο ακόμη θα μπορέσει να διατηρήσει τη μοναδική του ταυτότητα και τον πολιτιστικό του χαρακτήρα. Τρία περιφερειακά αεροδρόμια για το άνοιγμα νέων τουριστικών περιοχών βρίσκονται ήδη υπό κατασκευή. Θα καταφέρει αυτό το εκπληκτικό έθνος να διατηρήσει την πνευματική και φυσική γοητεία του στο μέλλον; Ποιός ξέρει αν θα καταφέρει να αντισταθεί στο θέλγητρο του τουρισμού και της ανάπτυξης.
Διαβάστε στη συνέχεια: