Για να ανέβεις στο Έβερεστ και να καταφέρεις να κατέβεις ζωντανός, δεν αρκεί το ανώτερο κίνητρο της κατάκτησης της ψηλότερης κορυφής του κόσμου. Πρέπει να είσαι άρτια εκπαιδευμένος και κατάλληλα προετοιμασμένος, να έχεις οξυμένη αντίληψη και κρίση και να έχεις μια αξιοσημείωτη δόση καλής τύχης. Ωστόσο, οι παραπάνω συνθήκες δεν είναι πάντοτε αρκετές. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, περισσότεροι από 330 ορειβάτες έχουν χάσει τη ζωή τους κατά τη διάρκεια της αναρρίχησής τους στη διάσημη κορυφή. Τουλάχιστον οκτώ άνθρωποι έχουν χαθεί στο Έβερεστ φέτος, ενώ το 2023 το βουνό στοίχισε τη ζωή σε 18 ανθρώπους, ο υψηλότερος αριθμός που έχει καταγραφεί ποτέ. Μέχρι σήμερα γύρω στα 200 πτώματα παραμένουν ακόμα στο βουνό, ενώ η υπερθέρμανση του πλανήτη και η τήξη των παγετώνων αποκαλύπτει στις μέρες μας περισσότερες σορούς από ποτέ…
«Τοπογραφία του θανάτου»
Αυτός ο χάρτης αποτυπώνει ανάγλυφα το πόσο επικίνδυνο μπορεί να είναι το εγχείρημα ανάβασης στο Έβερεστ: το κάθε σημαιάκι σημειώνει την τοποθεσία όπου ένας ή περισσότεροι ορειβάτες έχασαν τη ζωή τους. Οι μαζεμένες σημαίες στο κάτω μέρος σηματοδοτούν το βόρειο άκρο του παγωμένου καταρράκτη του παγετώνα Χούμπου, ένα ύπουλο και ασταθές πεδίο παγετώνων. Πιο πάνω στα δεξιά βρίσκεται το βουνό Λότσε, ένα εξαιρετικά απότομο και επικίνδυνο τείχος από πάγο. Σχεδόν στην κορυφή βρίσκεται το «Σκαλί του Χίλαρι», ένα σχεδόν κατακόρυφο βραχώδες μέτωπο. Ωστόσο, όπως υποδηλώνει η διακεκομμένη γραμμή, ο πιο θανατηφόρος παράγοντας στο Έβερεστ δεν είναι το έδαφος αλλά το υψόμετρο. Όλα όσα βρίσκονται πάνω από τα 8.000 μέτρα θεωρούνται «Ζώνη Θανάτου», όπου ο αέρας είναι πολύ αραιός για να διατηρηθεί η ανθρώπινη ζωή για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι ορειβάτες που φτάνουν σε αυτό το βαθιά παγωμένο υψόμετρο είναι ήδη εξαντλημένοι και αφυδατωμένοι, ενώ η κατάστασή τους επιδεινώνεται από την έλλειψη οξυγόνου. Η κατάσταση στην οποία βρίσκονται έχει περιγραφεί ως «δυνατό μεθύσι, αλλά χωρίς την διασκέδαση». Όσοι δεν μεταφέρουν μαζί τους επιπλέον ποσότητα οξυγόνου κινδυνεύουν με σοβαρή εξασθένιση των κρίσιμων δεξιοτήτων τους λόγω υποξίας (δηλαδή έλλειψης οξυγόνου), με αποτέλεσμα πολλοί να κάνουν μοιραία λάθη.
Μια άλλη έρευνα μας δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ανθρωπογεωγραφία των θανάτων στο Έβερεστ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, οι ντόπιοι οδηγοί και αχθοφόροι που ανήκουν στη φυλή των Σέρπα τείνουν να πεθαίνουν σε χαμηλότερα υψόμετρα, ενώ οι επισκέπτες ψηλότερα και σε μεγαλύτερο αριθμό. Αυτό συμβαίνει γιατί οι Σέρπα ως γηγενείς είναι καλύτερα προσαρμοσμένοι – τόσο σωματικά όσο και από άποψη εμπειρίας – στη διαβίωση σε μεγάλα υψόμετρα και έτσι είναι λιγότερο επιρρεπείς στις διαταραχές που σχετίζονται με την υποξία. Αντίθετα, οι ορειβάτες συνήθως διακατέχονται από την τυφλή παρόρμηση να συνεχίσουν μέχρι την κορυφή, ακόμη και μπροστά στην επιδείνωση των συνθηκών. Και ενώ συνήθως καταφέρνουν να την κατακτήσουν, χάνουν την ζωή τους κατά την κατάβαση.
“Green Boots”
Το πιο διάσημο από τα πτώματα που βρίσκονται ακόμα στο Έβερεστ είναι το “Green Boots” (Πράσινες Μπότες). Πριν πάρει αυτό το χαρακτηριστικό παρατσούκλι, ο Tsewang Paljor ήταν ένας καταξιωμένος ορειβάτης που καταγόταν από ένα μικρό χωριό της Ινδίας και είχε μεγάλο πάθος για τα βουνά. Το άγριο έδαφος της Ασίας παρείχε το τέλειο σκηνικό για τις πρώτες του αναρριχητικές εξορμήσεις.
Το 1996, ο Paljor συμμετείχε σε μια φιλόδοξη αποστολή της αστυνομικής υπηρεσίας που ήταν υπεύθυνη για τη φύλαξη των συνόρων Ινδίας-Θιβέτ (και στην οποία υπηρετούσε), με στόχο την κατάκτηση του Έβερεστ. Αυτή η αποστολή που αποτελούνταν από έμπειρους ορειβάτες της συνοριακής αστυνομίας σηματοδότησε την πρώτη ινδική προσπάθεια να κατακτήσει την κορυφή των 8.849 μέτρων από την ανατολική πλευρά της. Καθώς ο Paljor και η ομάδα του προχωρούσαν προς την κορυφή, ήρθαν αντιμέτωποι με μια σφοδρή χιονοθύελλα. Τρία μέλη της ομάδας συνέχισαν την ανάβαση, ενώ οι υπόλοιποι υποχώρησαν. Κάποια στιγμή οι τρεις «πρωτοπόροι» κάλεσαν μέσω ασυρμάτου τον αρχηγό της αποστολής για να τον ενημερώσουν ότι είχαν φτάσει στην κορυφή. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι πιθανότατα δεν βρίσκονταν στην πραγματική κορυφή, αλλά κοντά στα 150 μέτρα πιο μακριά λόγω σύγχυσης από την κακή ορατότητα.
Από τότε οι ορειβάτες δεν έδωσαν άλλα σημεία ζωής. Οι τελευταίες στιγμές του “Green Boots” παραμένουν καλυμμένες από μυστήριο. Ένα πτώμα που φορούσε καταπράσινες μπότες ανακαλύφθηκε αργότερα κάτω από έναν ογκόλιθο. Η εσοχή όπου βρισκόταν, σε υψόμετρο 8.500 μέτρων, έγινε γνωστή ως “Σπηλιά των Πράσινων Μποτών”. Με την πάροδο των ετών, οι «Πράσινες Μπότες» έγιναν ορόσημο για τους ορειβάτες στη διαδρομή της βορειοανατολικής κορυφογραμμής προς την κορυφή, μέχρι το 2014 που μια κινεζική αποστολή μετέφερε το πτώμα σε μια πιο διακριτική τοποθεσία. Κάποιοι, ωστόσο, πιστεύουν ότι η σορός δεν ανήκει στον Tsewang Paljor αλλά σε έναν συνάδελφό του, ονόματι Dorje Morup.
Εκτός από τις «Πράσινες Μπότες» υπάρχουν κι άλλα «σώματα» που είναι γνωστά στους ορειβάτες, όπως ο «Γερμανός» στον δεύτερο αυχένα της διαδρομής της βόρειας πλευράς, ο «Άντρας που χαιρετάει» κοντά στη νότια κορυφή, το «Σώμα του Παγωμένου Καταρράκτη» στην πεδιάδα του παγετώνα Χούμπου και η «Ωραία Κοιμωμένη» στη νοτιοανατολική κορυφογραμμή, μέχρι που και αυτή απομακρύνθηκε το 2007.
Η διαχείριση των πτωμάτων στο Έβερεστ είναι μια περίπλοκη υπόθεση και περιλαμβάνει το σεβασμό προς τους νεκρούς, την ασφάλεια των σημερινών ορειβατών και τις επιθυμίες των οικογενειών. Υπάρχουν μια σειρά από λόγους, για τους οποίους πολλές σοροί δεν ανασύρονται ποτέ από το βουνό. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι ακραίες κλιματολογικές συνθήκες (πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, απρόβλεπτος καιρός και αραιός αέρας), η σωματική εξάντληση των ορειβατών που μια πιθανή ανάσυρση ενός πτώματος θα επιδείνωνε σημαντικά και οι τεχνικές προκλήσεις, καθώς το έδαφος του Έβερεστ, ιδιαίτερα στα υψηλότερα σημεία, περιλαμβάνει απότομους τοίχους πάγου, σχισμές και βραχώδεις εξάρσεις. Στους αποτρεπτικούς παράγοντες πρέπει να προστεθούν το υψηλό κόστος που προκύπτει από την πρόσληψη εξειδικευμένου προσωπικού και την αγορά ειδικού εξοπλισμού, αλλά και οι άδειες που απαιτούνται από τις κρατικές αρχές του Νεπάλ και της Κίνας, καθώς το Έβερεστ μοιράζεται ανάμεσα στις δύο χώρες. Τέλος, ορισμένες οικογένειες και ορειβάτες πιστεύουν ότι όσοι χάνονται στο Έβερεστ πρέπει να αφήνονται στην ησυχία τους, με το βουνό να χρησιμεύει ως τόπος της τελικής τους ανάπαυσης.
Bonus fact: Σε απόλυτους αριθμούς, οι πάνω από 330 θάνατοι τον τελευταίο αιώνα καθιστούν το Έβερεστ το πιο θανατηφόρο βουνό στον κόσμο. Ωστόσο, όσον αφορά το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας, ο τίτλος αυτός πηγαίνει στο βουνό Αναπούρνα στο βόρειο-κεντρικό Νεπάλ, το 10ο ψηλότερο βουνό στον κόσμο. Εκεί το ποσοστό θανάτων σε σχέση με τις αποστολές αγγίζει το 29,5%, δηλαδή οι 3 στις 10 αποστολές στο Αναπούρνα καταλήγουν με θύματα…