Στις 17 Δεκεμβρίου 2020 πραγματοποιήθηκαν στο Βερολίνο (μέσω διαδικτύου λόγω των περιορισμών της πανδημίας) τα εγκαίνια του Χούμπολτ Φόρουμ (Humboldt Forum). Πρόκειται για έναν οργανισμό για την προαγωγή της τέχνης, της επιστήμης και του πολιτισμού, η έναρξη της λειτουργίας του οποίου θεωρείται από πολλούς ως ορόσημο στην ιστορία της πόλης. Κι αυτό επειδή ο οργανισμός στεγάζεται σε ένα ανάκτορο που κατεδαφίστηκε το 1951…

Ας γυρίσουμε όμως μερικούς αιώνες πίσω… Ο Φρειδερίκος Β΄ του Οίκου των Χοεντσόλερν, εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου (γνωστός και ως «Σιδεροδόντης») επέλεξε ως κατοικία και έδρα της αυλής του την πόλη του Βερολίνου. Για τον σκοπό αυτό αποφάσισε την ανέγερση ενός παλατιού-κάστρου στις όχθες του ποταμού Σπρέε. Το κάστρο άρχισε να χτίζεται το 1443 και ολοκληρώθηκε το 1451. Αρχικά είχε τη μορφή ενός οχυρωμένου συγκροτήματος, αργότερα όμως οι οχυρώσεις – που θύμιζαν Μεσαίωνα – αφαιρέθηκαν και το παλάτι ξαναχτίστηκε στο πνεύμα της αρχιτεκτονικής της Αναγέννησης.
Διαβάστε επίσης: Τι να κάνω στο Βερολίνο

Το 1701 ο εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου Φρειδερίκος Γ΄, ο οποίος στέφθηκε βασιλιάς της Πρωσίας ως Φρειδερίκος Α΄, αποφάσισε την ανακατασκευή και επέκταση του ανακτόρου, προκειμένου να χρησιμεύσει ως κατοικία των βασιλιάδων της Πρωσίας. Ανέθεσε το έργο αυτό σε σημαντικούς αρχιτέκτονες και γλύπτες, οι οποίοι μετέτρεψαν το αναγεννησιακό παλάτι σε ένα από τα λαμπρότερα κοσμικά οικοδομήματα του Μπαρόκ της εποχής. Από το 1871, με την ολοκλήρωση της ενοποίησης της Γερμανίας, το ανάκτορο έγινε η «καρδιά» του νέου κράτους ως κατοικία και έδρα των αυτοκρατόρων, των γνωστών Κάιζερ.

Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την κατάλυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, το ανάκτορο χρησίμευσε εν μέρει ως μουσείο, πολιτιστικό κέντρο και βιβλιοθήκη, ενώ ορισμένοι χώροι του χρησιμοποιήθηκαν για δεξιώσεις και άλλες κρατικές ανάγκες. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το παλάτι χτυπήθηκε δύο φορές (3 και 24 Φεβρουαρίου 1945) από βόμβες των Συμμάχων και υπέστη σοβαρές ζημιές, αν και σε γενικές γραμμές το εσωτερικό του διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση.

Μετά την ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο το 1945 και τη διαίρεση του Βερολίνου από τους Συμμάχους, το ανάκτορο και η ευρύτερη περιοχή συμπεριλήφθηκαν στη σοβιετική ζώνη, που έγινε τμήμα της νεοσύστατης «Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας» (ή απλά της Ανατολικής Γερμανίας). Τα πρώτα χρόνια η νέα κυβέρνηση, αν και το θεωρούσε σύμβολο του πρωσικού μιλιταρισμού, πραγματοποίησε τμηματικές επισκευές στο κτήριο, χώροι του οποίου φιλοξένησαν εκθέσεις. Ωστόσο, τον Ιούλιο του 1950 ανακοινώθηκε ότι το ανάκτορο επρόκειτο να κατεδαφιστεί. Χρειάστηκαν 4 μήνες και 19 τόνοι δυναμίτη για την πλήρη ισοπέδωση του κτίσματος, το οποίο μάλιστα ήταν τόσο γερό που τμήματά του έμειναν όρθια ακόμα και μετά την κατάρρευση του μεγαλύτερου μέρους. Η ελεύθερη έκταση που δημιουργήθηκε ονομάστηκε πλατεία Καρλ Μαρξ και χρησιμοποιήθηκε ως χώρος παρελάσεων.

Το 1973, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Έριχ Χόνεκερ, ξεκίνησε η ανέγερση ενός μοντερνιστικού οικοδομήματος, του «Παλατιού της Δημοκρατίας» (Palast der Republik), το οποίο κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος του οικοπέδου του κατεδαφισμένου ανακτόρου. Το νέο κτήριο (το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του οποίου ήταν η γυάλινη πρόσοψη με καθρέφτες στο χρώμα του χαλκού) είχε μια πληθώρα χρήσεων και φιλοξένησε πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Το 1990, μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών, αποφασίστηκε η εκκένωση του Παλατιού, καθώς σε πολλά σημεία του βρέθηκε αμίαντος, ένα ιδιαίτερα τοξικό υλικό. Μέχρι το 2003 ο αμίαντος αφαιρέθηκε από όλα τα εξωτερικά και εσωτερικά μέρη του κτηρίου, αλλά τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να το κατεδαφίσει. Η απόφαση αυτή συνάντησε την αντίδραση αρκετών πρώην Ανατολικογερμανών, οι οποίοι το θεωρούσαν μέρος της πολιτιστικής ταυτότητας της πόλης. Ακόμα και η ίδια η διαδικασία της κατεδάφισης δεν θεωρούνταν καθόλου εύκολη υπόθεση, καθώς το Παλάτι της Δημοκρατίας βρισκόταν πάνω στα ασταθή εδάφη του Νησιού των Μουσείων και λειτουργούσε ως αντίβαρο στον γειτονικό Καθεδρικό Ναό. Τελικά οι εργασίες κατεδάφισης ξεκίνησαν στις αρχές του 2006 και ολοκληρώθηκαν τρία χρόνια αργότερα, αφήνοντας έναν κενό χώρο μέχρι να αποφασιστεί η τύχη του.

Παράλληλα, όλο το παραπάνω διάστημα εξελίχθηκε μέσα στη γερμανική κοινωνία ένας δημόσιος διάλογος, σχετικά με το αν το κατεδαφισμένο Ανάκτορο του Βερολίνου έπρεπε να ξανακτισθεί στο χώρο που βρισκόταν. Οι υπέρμαχοι του σχεδίου θεωρούσαν ότι η ανακατασκευή του Ανακτόρου θα αποκαθιστούσε την ιστορική και αισθητική ενότητα του ιστορικού κέντρου της πόλης, σε συνδυασμό με τον Καθεδρικό Ναό, το πάρκο Λούστγκαρτεν και τα μουσεία του Νησιού των Μουσείων. Αντίθετα, οι αντίπαλοι του σχεδίου υποστήριζαν ότι το αποκατεστημένο Ανάκτορο θα ήταν απλώς μια απομίμηση ξεπερασμένων αρχιτεκτονικών στυλ, ενώ επέκριναν και το υψηλό κόστος κατασκευής του. Σταδιακά, και παρά τις καθυστερήσεις και την απροθυμία των κυβερνήσεων να πάρουν μια οριστική απόφαση, η ιδέα της αποκατάστασης του Ανακτόρου άρχισε να κερδίζει έδαφος, καθώς εξασφαλίστηκαν και σημαντικές χορηγίες για τον σχεδιασμό και τις εργασίες. Τελικά, το 2007 η Βουλή ανακοίνωσε την απόφασή της να εγκρίνει την ανέγερση του Ανακτόρου. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια που προκρίθηκαν προέβλεπαν την πιστή ανακατασκευή των τριών μπαρόκ προσόψεων (εκτός από την ανατολική που θα είχε «μοντέρνα» όψη) και του τρούλου του Ανακτόρου, ενώ το εσωτερικό θα είχε μια εντελώς νέα διαμόρφωση, προκειμένου να στεγάσει έναν πολιτιστικό οργανισμό. Μεσολάβησαν κι άλλες καθυστερήσεις και περικοπές του προϋπολογισμού, ώσπου στις 12 Ιουνίου 2013 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος. Οι εργασίες κατασκευής διήρκεσαν επτά χρόνια και το κόστος άγγιξε τα 677 εκατομμύρια ευρώ.

Σήμερα το Χούμπολτ Φόρουμ φιλοξενεί το Εθνολογικό Μουσείο Βερολίνου, το Μουσείο Ασιατικής Τέχνης, καθώς και χώρους εκθέσεων και εκδηλώσεων, θέατρο, σινεμά και εστιατόριο. Πολλοί το θεωρούν ως το νεότερο τοπόσημο της πόλης του Βερολίνου.

Bonus Facts
- Το Ανάκτορο του Βερολίνου συνδέεται με τον διάσημο συνθέτη Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ: εδώ έγινε πιθανότητα το 1721 η πρώτη εκτέλεση των περίφημων Βρανδεμβούργιων κονσέρτων του, τα οποία είχε αφιερώσει στον μάργραβο Χριστιανό-Λουδοβίκο του Βρανδεμβούργου-Σβετ.
- Στις 9 Νοεμβρίου 1918 ο ηγέτης της κομμουνιστικής ομάδας των Σπαρτακιστών Καρλ Λίμπκνεχτ ανακήρυξε την ίδρυση της «Ελεύθερης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γερμανίας» από ένα μπαλκόνι του Ανακτόρου του Βερολίνου. Η όψη αυτή του κτηρίου με το μπαλκόνι ενσωματώθηκε αργότερα σε ένα νέο κτίσμα που κατασκευάστηκε μεταξύ 1962 και 1964 και σήμερα στεγάζει την «Ευρωπαϊκή Σχολή Διοίκησης και Τεχνολογίας» (ESMT Berlin).
- Περίπου 35.000 τόνοι χάλυβα που απέμειναν μετά την κατεδάφιση του «Παλατιού της Δημοκρατίας» στάλθηκαν στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την ανέγερση του ουρανοξύστη Μπουρτζ Χαλίφα.
- Για να επιτευχθεί η πιστή αναπαραγωγή των μπαρόκ προσόψεων του παλιού Ανακτόρου χρησιμοποιήθηκε αυθεντικό οικοδομικό υλικό που είχε διασωθεί, καθώς και ιστορικές φωτογραφίες.




Διαβάστε επίσης: Διαμονή στο Βερολίνο – Οι 5 καλύτερες περιοχές για να μείνω