Η πόλη του Γκντανσκ βρίσκεται στη βόρεια Πολωνία, στο νότιο άκρο του ομώνυμου κόλπου στις όχθες της Βαλτικής Θάλασσας, και είναι το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας και πρωτεύουσα της ιστορικής επαρχίας της ανατολικής Πομερανίας. Είναι χτισμένη στις εκβολές του ποταμού Μοτλάβα, ο οποίος επικοινωνεί με τον ποταμό Βιστούλα, συνδέοντας το Γκντανσκ με την πρωτεύουσα Βαρσοβία. Σήμερα, μαζί με τις γειτονικές πόλεις Γκντίνια και Σόποτ αποτελούν τη μητροπολιτική περιοχή της «Τρίπολης» (στα πολωνικά Trójmiasto) με πληθυσμό που αγγίζει το 1,5 εκατομμύριο κατοίκους.

Το Γκντανσκ έχει μια μακραίωνη και πολυκύμαντη ιστορία και μέχρι τον 18ο αιώνα (όταν άρχισε η αλματώδης ανάπτυξη της Βαρσοβίας) ήταν η μεγαλύτερη και πλουσιότερη πόλη της Πολωνίας και μία από τις σημαντικότερες πόλεις της ανατολικής Ευρώπης.

Η πρώτη αναφορά για την πόλη του Γκντανσκ απαντάται στο βίο του Αγίου Αδαλβέρτου της Πράγας, όπου αναφέρεται ότι το 997 ο Άγιος Αδαλβέρτος βάπτισε τους κατοίκους της. Φαίνεται ότι την περίοδο αυτή είχε αρχίσει να διαμορφώνεται μια πόλη-κάστρο με λιμάνι, η οποία συνέδεε την πολωνική ενδοχώρα με τους θαλάσσιους δρόμους της Βαλτικής. Το 1260 απέκτησε τα προνόμια μιας αυτόνομης πόλης και άρχισε σταδιακά να μετασχηματίζεται σε ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο, καθώς πολλοί έμποροι και τεχνίτες μετανάστευσαν στην πόλη από τα δυτικά.

Το 1308 το Γκντανσκ κατέλαβαν οι Τεύτονες Ιππότες, οι οποίοι εισέβαλαν στην πόλη και κατέσφαξαν τους κατοίκους της. Από το 1361 έγινε δραστήριο μέλος της Χανσεατικής Ένωσης, μιας εμπορικής και αμυντικής συνομοσπονδίας πόλεων της βορειοδυτικής και κεντρικής Ευρώπης, με σημαντικές πόλεις-μέλη το Λύμπεκ, το Αμβούργο, τη Στοκχόλμη, τη Βρέμη, το Βερολίνο και πολλές άλλες. Οι Τεύτονες ιππότες, οι οποίοι αποίκισαν την πόλη με γερμανικό πληθυσμό, κράτησαν την εξουσία μέχρι το 1466, όταν ο βασιλιάς της Πολωνίας Καζιμίρ Δ’ ανέκτησε τον έλεγχο της περιοχής μετά από έναν 13χρονο πόλεμο, δίνοντας στο Γκντανσκ σημαντικά εμπορικά προνόμια και ένα καθεστώς αυτονομίας.

Τον 15ο αιώνα ξεκινά η «χρυσή» εποχή του Γκντανσκ, μια περίοδος έντονης εμπορικής δραστηριότητας τόσο με τις πολωνικές αγορές, όσο και με τις άλλες πόλεις της Χανσεατικής Ένωσης. Η ακμή του Γκντανσκ συνεχίστηκε και μετά την Ένωση του Λούμπλιν το 1569, με την υπογραφή της οποίας δημιουργήθηκε η Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία, μια δι-ομοσπονδία με προσωπική ένωση του Βασιλείου της Πολωνίας και του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας. Κατά τον 16ο και 17ο αιώνα το Γκντανσκ ήταν η μεγαλύτερη και πιο πλούσια πόλη της Πολωνίας, με ετήσιες εξαγωγές σιτηρών που ξεπερνούσαν τους 200.000 τόνους. Η συμβίωση γερμανικού και πολωνικού πληθυσμού δημιούργησε μια ιδιότυπη κουλτούρα με στοιχεία και από τους δύο πολιτισμούς, ενώ η ανεκτικότητά της σε θέματα θρησκείας την μετέβαλε σε καταφύγιο για καταδιωκόμενους προτεστάντες και μη (Σκωτσέζους, Γάλλους Ουγενότους, Ολλανδούς και Εβραίους). Έτσι, το Γκντανσκ εξελίχθηκε σε χωνευτήρι λαών και πολιτισμών, ένα λιμάνι με κοσμοπολίτικο αέρα.

Οι πόλεμοι του 18ου αιώνα οδήγησαν το Γκντανσκ σε μια αργή οικονομική παρακμή. Η πόλη, αν και παρέμεινε σταθερά στο πλευρό των Πολωνών βασιλιάδων, προσαρτήθηκε στο Βασίλειο της Πρωσίας το 1793 (μετά τον δεύτερο διαμελισμό της Πολωνίας), ενώ μετά τη Γερμανική ενοποίηση του 1871 παρέμεινε τμήμα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και την ήττα της Γερμανίας.

Με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919 το Γκντανσκ και η ευρύτερη περιοχή, εξαιτίας του γεγονότος ότι η πλειοψηφία των κατοίκων τους ήταν γερμανόφωνοι (σε ποσοστό πάνω από 90%), δεν συμπεριλήφθηκε στο νεοσύστατο κράτος της Πολωνίας, αλλά απέκτησε το καθεστώς μιας ημιαυτόνομης πόλης-κράτους με το όνομα «Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ» (Ντάντσιχ είναι το όνομα του Γκντανσκ στα γερμανικά). Η πόλη-κράτος τέθηκε υπό την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών και διέθετε το δικό της σύνταγμα, εθνικό ύμνο, κοινοβούλιο και κυβέρνηση, ωστόσο η Πολωνία διατήρησε συγκεκριμένα προνόμια στο έδαφός της, γεγονός που αποτέλεσε σημείο τριβής στις σχέσεις της με τη Γερμανία. Την 1η Σεπτεμβρίου 1939 εδώ ξεκίνησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, με τον βομβαρδισμό πολωνικών στρατιωτικών θέσεων από το γερμανικό πολεμικό πλοίο Σλέσβιχ-Χολστάιν.

Το τέλος του πολέμου το 1945 βρήκε το Γκντανσκ και επίσημα τμήμα του κράτους της Πολωνίας, αν και σοβαρά κατεστραμμένο από τους βομβαρδισμούς των Γερμανών και των Συμμάχων. Μεγάλα τμήματα της παλιάς πόλης ξαναχτίστηκαν κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, με θαυμάσια μάλιστα πιστότητα στην ανακατασκευή της. Τον Αύγουστο του 1980 δημιουργήθηκε στα ναυπηγεία του Γκντανσκ το συνδικάτο «Αλληλεγγύη», με επικεφαλής τον Λεχ Βαλέσα, κατοπινό πρόεδρο της χώρας. Το 1997 το Γκντανσκ γιόρτασε τα 1000 χρόνια ζωής του.

Σήμερα το Γκντανσκ, εκτός από σημαντικό οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο, είναι και ιδιαίτερα δημοφιλής τουριστικός προορισμός. Στο κέντρο της παλιάς πόλης οι επισκέπτες μπορούν να περπατήσουν στην περίφημη «Βασιλική Οδό», τον κύριο άξονα απ’ όπου περνούσαν οι Πολωνοί βασιλιάδες κατά τις επισκέψεις τους στην πόλη. Κατά μήκος της υπάρχουν πολύχρωμα σπίτια εμπόρων του 17ου αιώνα σε ολλανδικό στυλ, ενώ η αρχή και το τέλος της οδού οριοθετούνται από περίτεχνες πύλες, όπως η Χρυσή Πύλη και η Πράσινη Πύλη. Ιδιαίτερα γοητευτική είναι και η προκυμαία στον ποταμό Μοτλάβα, με τα γραφικά κτήρια και τον αποκατεστημένο μεσαιωνικό ξύλινο γερανό. Σημαντικά αξιοθέατα του Γκντανσκ είναι επίσης:

- Το Κεντρικό Δημαρχείο του 14ου αιώνα, έδρα της τοπικής κυβέρνησης, όπου στεγάζεται το Μουσείο Ιστορίας του Γκντανσκ.
- Η Οικία Uphagen, ένα τυπικό σπίτι εμπόρου του 18ου αιώνα.
- Το Μουσείο Κεχριμπαριού που στεγάζεται σε ένα πύργο, πρώην φυλακή και τόπο βασανιστηρίων.
- Ο γοτθικός ναός της Παναγίας του 15ου αιώνα, μία από τις μεγαλύτερες εκκλησίες με τούβλα στον κόσμο, με το θαυμάσιο ξύλινο αστρονομικό ρολόι του 15ου αιώνα στο εσωτερικό της.
- Το Κάστρο Wisłoujście, μια περίπλοκη αμυντική κατασκευή στην είσοδο του ποταμού Βιστούλα, σημείο ελέγχου της κίνησης του λιμανιού.


Πηγές: Wikipedia, Britannica, Gdansk.pl, AtlasObscura, Καθημερινή