Η Αμαντίν-Ωρόρ-Λουσίλ Ντυπέν, αργότερα Βαρώνη Ντυντεβάν, ήταν Γαλλίδα μυθιστοριογράφος που υπέγραφε με το συγγραφικό ψευδώνυμο Γεωργία Σάνδη (George Sand) και αναδείχθηκε σε μία από τις πιο σημαντικές και πολυσυζητημένες προσωπικότητες του καιρού της. Γεννήθηκε την 1η Ιουλίου 1804 στο Παρίσι από πατέρα αριστοκράτη και μητέρα λαϊκής καταγωγής. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας στο κτήμα των προγόνων της στο Νοάν, στην επαρχία του Μπερί στην κεντρική Γαλλία, μαζί με τη γιαγιά της Μαρί-Ωρόρ ντε Σαξ, η οποία ήταν οπαδός του Ρουσώ και δήλωνε άθεη και φυσιολάτρισσα. Έτσι η Ωρόρ (όπως τη φώναζαν τότε) μεγάλωσε σε ένα αγροτικό περιβάλλον, παίζοντας σαν αγοροκόριτσο με τα παιδιά των αγροτών. Τα παιδικά της χρόνια, μακριά από τις αστικές συμβατικότητες, μέσα στη φύση και τις λαϊκές παραδόσεις των αγροτών, θα διαμορφώσουν καταλυτικά το χαρακτήρα της και θα αποτελέσουν έμπνευση για το κατοπινό της έργο.

Το 1822 παντρεύτηκε τον Βαρώνο Κασιμίρ Ντυντεβάν και απέκτησαν μαζί δύο παιδιά, τον Μωρίς και την Σολάνζ. Το 1835, μετά από δύο «παράνομους» έρωτες, εγκατέλειψε τον σύζυγό της και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Παράλληλα άρχισε να ταξιδεύει, να αρθρογραφεί σε περιοδικά και να γράφει μυθιστορήματα. Στο πρώτο της κείμενο υπέγραφε με το ψευδώνυμο Ζυλ Σαντ (παρμένο από το όνομα του αγαπημένου της συγγραφέα Ζυλ Σαντό, με τον οποίο διατηρούσε σχέση), ενώ στο πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Ιντιάνα» (1832) καθιερώθηκε με το συγγραφικό ψευδώνυμο «Γεωργία Σάνδη», με το οποίο θα γινόταν γνωστή. Με τα επόμενα μυθιστορήματά της κατόρθωσε να καθιερωθεί ως συγγραφέας (γεγονός εντελώς ασυνήθιστο για μια γυναίκα της εποχής εκείνης) και να κατακτήσει τον θαυμασμό των λογοτεχνικών κύκλων, αποσπώντας επαίνους από κορυφαίους λογοτέχνες, όπως ο Ουγκώ, ο Μπαλζάκ και ο Φλωμπέρ. Το σπίτι της στο Παρίσι έγινε κέντρο της καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής της πόλης.

Η Σάνδη έζησε μια θυελλώδη ζωή, συνάπτοντας ερωτικούς δεσμούς αλλά και μακροχρόνιες φιλίες με σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο συγγραφέας Προσπέρ Μεριμέ και οι διάσημοι μουσικοί Φραντς Λιστ και Φρεντερίκ Σοπέν, και έγινε στόχος των κουτσομπολιών και της σκανδαλολογίας της εποχής. Η παρισινή κοινωνία αναστατώθηκε με τη συνήθειά της να κυκλοφορεί ντυμένη αντρικά – με παντελόνι, γιλέκο, ρεντιγκότα και καπέλο – και να καπνίζει πίπα δημοσίως! Αυτή η «αποκλίνουσα» συμπεριφορά, αν και επικρίθηκε έντονα και της στέρησε τα προνόμια που είχε ως βαρώνη, της έδωσε πρόσβαση σε μέρη που ακόμα και μια γυναίκα της κοινωνικής της θέσης δεν θα μπορούσε να έχει.

Παράλληλα με το συγγραφικό της έργο, η Σάνδη ανέπτυξε και έντονη πολιτική δράση, επηρεασμένη από τις ριζοσπαστικές ιδέες της εποχής. Αγωνίστηκε με πάθος για τα δικαιώματα των φτωχών αλλά και των γυναικών, ως πρώιμη «φεμινίστρια». Η επανάσταση του 1848 την βρήκε στους δρόμους του Παρισιού να μάχεται εναντίον του βασιλιά Λουδοβίκου-Φίλιππου, ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε με πάθος υπέρ μιας «σοσιαλιστικής» δημοκρατίας. Η καταστολή της επανάστασης τον Ιούνιο και η σύλληψη και φυλάκιση πολλών συναγωνιστών της την ανάγκασε να εγκαταλείψει το Παρίσι και να εγκατασταθεί στο πατρικό της σπίτι στο Νοάν. Εκεί πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της, στο ήσυχο περιβάλλον της εξοχής, με την παρέα των φίλων και των εγγονών της.

Η Γεωργία Σάνδη πέθανε στις 9 Ιουνίου 1876 στο Νοάν, όπου και τάφηκε.

BONUS FACT: Ιδιαίτερη αίσθηση είχε προκαλέσει η σχέση της Σάνδη με τον διάσημο συνθέτη Φρεντερίκ Σοπέν. Το 1838 το ζευγάρι πέρασε τρεις μήνες μαζί στη Μαγιόρκα, ωστόσο αυτό το ρομαντικό ταξίδι έμελλε να αποδειχθεί καταστροφικό. Η κατάσταση της υγείας του Σοπέν, που έπασχε από φυματίωση, επιδεινώθηκε σημαντικά, ενώ η Σάνδη σκανδάλισε τους ντόπιους απέχοντας από τις λειτουργίες της εκκλησίας. Ο χωρισμός τους εννέα χρόνια αργότερα – πιθανόν και λόγω αντιζηλίας της Σάνδη με την κόρη της Σολάνζ – καταρράκωσε τον ήδη ασθενικό συνθέτη, ο οποίος πέθανε μετά από δύο χρόνια, το 1849. Η κηδεία του έγινε στο νεκροταφείο Περ-Λασαίζ του Παρισιού, χωρίς την παρουσία της Σάνδη.

