Το 1858 ο Άγγλος δικηγόρος και ζωολόγος Philip Sclater (1829 – 1913) δημοσίευσε ένα από τα θεμελιώδη κείμενα της βιογεωγραφίας, της επιστήμης που μελετά την κατανομή των ειδών και των οικοσυστημάτων στο χώρο και στο χρόνο. Σύμφωνα με την θεωρία του, ο κόσμος μπορούσε να χωριστεί σε έξι βιογεωγραφικές περιοχές (ή ζωικά βασίλεια), τις οποίες ονόμασε Παλαιοαρκτική, Αιθιοπική, Ινδική, Αυστραλασιατική, Νεοαρκτική και Νεοτροπική. Ωστόσο, εντόπισε ένα μικρό πρωτεύον θηλαστικό που δεν ταίριαζε με τον διαχωρισμό αυτόν.
Το θηλαστικό αυτό ήταν οι λεμούριοι, και ο λόγος ήταν ότι ο Sclater ανακάλυψε απολιθώματά τους τόσο στη Μαδαγασκάρη όσο και στην Ινδία, μολονότι τα μέρη αυτά ανήκουν σε δύο εντελώς διαφορετικές περιοχές και τα χωρίζουν τεράστιες εκτάσεις νερού. Ως λύση του «μυστηρίου» υιοθέτησε το 1864 μια μάλλον παράδοξη θεωρία: την ύπαρξη μιας φανταστικής χερσαίας μάζας που συνέδεε κάποτε τη Μαδαγασκάρη με την Ινδία. Και έδωσε σε αυτή την υποθετική ήπειρο, που τώρα καταπίνεται από τον Ινδικό Ωκεανό, ένα κατάλληλο όνομα: «Λεμουρία».
Η Λεμουρία υποτίθεται ότι εκτεινόταν σε ολόκληρο το νότιο ημισφαίριο και, μετά από μια έκρηξη ηφαιστείου, το μεγαλύτερο τμήμα της βυθίστηκε και μόνο κάποια τμήματά της παρέμειναν έξω από το νερό: αυτά είναι η σημερινή Μαδαγασκάρη, η Αυστραλία και η νήσος του Πάσχα. Η ξαφνική προσθήκη μιας ολόκληρης ηπείρου στο χάρτη -σε μια εποχή που λίγα πια μέρη του κόσμου είχαν μείνει ανεξερεύνητα- ενέπνευσε κι άλλους επιστήμονες και στοχαστές να διατυπώσουν τις δικές τους θεωρίες για τη Λεμουρία που ξεπερνούσαν κατά πολύ την απλή εξήγηση του τόπου κατοικίας αυτού του μικροσκοπικού πρωτεύοντος.
Το 1870, ο Γερμανός βιολόγος Ernst Haeckel, αφού απέρριψε την υπόθεση του Δαρβίνου περί της αφρικανικής καταγωγής της ανθρωπότητας, υποστήριξε ότι η Λεμουρία είναι η κοιτίδα του ανθρώπινου είδους, δίνοντας την δική του εξήγηση στους «χαμένους κρίκους» των απολιθωμάτων των πρώτων ανθρώπων.
Λίγα χρόνια αργότερα η Ρωσίδα θεολόγος και αποκρυφίστρια Helena Blavatsky ενσωμάτωσε την Λεμουρία στο σύστημα πεποιθήσεών της και υποστήριξε ότι κατοικήθηκε από την 3η «ριζική φυλή» της ανθρωπότητας. Η «πρωτοποριακή» αυτή θεωρία ενέπνευσε τον θεοσοφιστή William Scott-Elliot, ο οποίος την ανέπτυξε ακόμα περισσότερο στο έργο του με τίτλο “The Lost Lemuria” που εκδόθηκε το 1904. Σ’ αυτό περιγράφει τους Λεμουριανούς ως πανύψηλους, μελαψούς, ερμαφρόδιτους, με τέσσερα χέρια, ενώ μερικοί διέθεταν ένα τρίτο μάτι στο πίσω μέρος του κρανίου. Μπορούσαν να περπατούν προς τα πίσω και προς τα εμπρός με την ίδια ευκολία και αναπαράγονταν με αυγά. Αφού διασταυρώθηκαν με άλλα ζώα δημιούργησαν τελικά πιθηκοειδείς απογόνους που εξελίχθηκαν στις ανθρώπινες φυλές.
Στην Ινδία, η Λεμουρία υιοθετήθηκε από ορισμένους εθνικιστές και μυστικιστές της φυλής των Ταμίλ ως επιβεβαίωση της «Κουμάρι Κάνταμ», μιας θρυλικής βυθισμένης γης που αναφέρεται για πρώτη φορά στη λογοτεχνία των Ταμίλ του 15ου αιώνα και οι Ταμίλ θεωρούσαν ως αρχαίο λίκνο του πολιτισμού τους. Η Κουμάρι Κάνταμ είναι μία από τις πολλαπλές αναφορές σε αρχαία ινδικά κείμενα για εδάφη της Νότιας Ινδίας που χάθηκαν στον ωκεανό και ίσως πρόκειται για καταγραφές ιστορικών τσουνάμι και άλλων φυσικών καταστροφών.
Το 1926, ο Αμερικανός ταγματάρχης James Churchward, στο έργο του “The Lost Continent of Mu”, επανασχεδίασε την Λεμουρία, την μετονόμασε σε «Μου» και την τοποθέτησε στον Ειρηνικό Ωκεανό. Η «Μου» ήταν μια όμορφη τροπική ήπειρος με αχανείς πεδιάδες γεμάτες λιβάδια και πλούσια χωράφια.
Ωστόσο, φοβεροί σεισμοί την αφάνισαν, ώσπου βυθίστηκε πριν από 12.000 χρόνια. Οι κάτοικοί της δημιούργησαν αποικίες σε όλον τον πλανήτη, ανάμεσα στις οποίες ήταν οι μεγάλοι πολιτισμοί των Ελλήνων, των Χαλδαίων, των Αιγυπτίων, των Βαβυλώνιων και των Περσών, ενώ αποικία τους θεωρείται και η χαμένη Ατλαντίδα.
Σύμφωνα με μερικές από τις πιο παράξενες θεωρίες, κάποιοι επιζώντες της βυθισμένης Λεμουρίας στράφηκαν προς τη θάλασσα και έγιναν φάλαινες, δελφίνια και γοργόνες, ενώ άλλοι περπατούν από τότε ανάμεσα στους ανθρώπους ως σαμάνοι και προφήτες. Δυστυχώς, δεν υπάρχει καμία πληροφορία για το αν κάποιοι Λεμούριοι (άνθρωποι) μεταμορφώθηκαν όντως σε λεμούριους (ζώα).
Η φημολογούμενη ήπειρος εξαφανίστηκε οριστικά από τον χάρτη τη δεκαετία του 1960, όταν η θεωρία του Γερμανού γεωλόγου Alfred Wegener για τη μετακίνηση των ηπείρων έθεσε τις βάσεις για την σύγχρονη θεωρία των τεκτονικών πλακών. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, δεν υπάρχει ανάγκη για υποθετικές γέφυρες γης, όπως η Λεμουρία. Ωστόσο, οι επιστήμονες που μελετούν την τεκτονική των πλακών διαπίστωσαν ότι η Ινδία και η Μαδαγασκάρη αποτελούσαν μέρος της ίδιας ηπείρου στο βαθύ παρελθόν, και όχι μόνο μία αλλά δύο φορές: ήταν γείτονες στη Μαυριτία, μια μικροήπειρο που υπήρξε πριν από 2,5 δισεκατομμύρια έως 800 εκατομμύρια χρόνια, και στη Γκοντβάνα, μια πιο πρόσφατη υπερήπειρο που σχηματίστηκε πριν από περίπου 510 εκατομμύρια χρόνια. Η Ινδία και η Μαδαγασκάρη χωρίστηκαν τελικά πριν από περίπου 70 εκατομμύρια χρόνια.
Δεσμώτες του «φαντασιακού»…
Κι όμως η Λεμουρία εξακολουθεί να ζει, αν όχι στον επιστημονικό κόσμο, τουλάχιστον στον χώρο του αποκρυφισμού. Η θεωρία της Κουμάρι Κάνταμ παρέμεινε στα εγχειρίδια ιστορίας στο κρατίδιο Ταμίλ Ναντού της νότιας Ινδίας μέχρι τη δεκαετία του 1980, ενώ η κυβέρνησή του προσπάθησε να παρουσιάσει τη Λεμουρία ως επιστημονικά έγκυρη, χρηματοδοτώντας ένα σχετικό ντοκιμαντέρ.
Η θεωρία της Λεμουρίας είναι ένα από τα συστατικά στοιχεία που προσελκύουν επισκέπτες στο θρυλικό όρος Σάστα της Βόρειας Καλιφόρνιας, ύψους 4.322 μέτρων. Σύμφωνα με έναν γνωστό θρύλο, κάπου βαθιά κάτω από το βουνό υπάρχει ένα σύμπλεγμα σηράγγων και μια κρυμμένη πόλη που ονομάζεται Telos, η αρχαία «Πόλη του Φωτός» για τους Λεμούριους. Όσοι από τους κατοίκους της χαμένης ηπείρου πιστεύεται ότι επέζησαν της καταστροφής λέγεται ότι εγκαταστάθηκαν εκεί και με την πάροδο των χρόνων έχουν αναφερθεί σποραδικά οι απόγονοί τους να περιπλανώνται στην περιοχή. Λέγεται, μάλιστα, ότι έχουν ύψος δύο μέτρα, μακριά κυματιστά μαλλιά και είναι συχνά ντυμένοι με σανδάλια και λευκές ρόμπες.
Η Λεμουρία ζει επίσης στη Ραμόνα, μια μικρή πόλη στη Νότια Καλιφόρνια. Εκεί έχει την έδρα της η Λεμουριανή Κοινότητα, η οποία ιδρύθηκε το 1936 και αποτελεί μια θρησκευτική οργάνωση που μεταδίδει τη σοφία που αποκαλύφθηκε στον ιδρυτή της από μια ομάδα δασκάλων που κατάγονται από τη Μου (την εκδοχή της Λεμουρίας στον Ειρηνικό). Η Λεμουριανή φιλοσοφία που ανέπτυξε η κοινότητα πιστεύει στους «συμπαντικούς» νόμους, όπως η μετενσάρκωση, το κάρμα και οι διδασκαλίες του Χριστού, και θεωρεί ότι αν ζούμε σύμφωνα με αυτές μπορούμε να φτάσουμε σε ένα προηγμένο στάδιο πολιτισμού.
Επίλογος
Στις μέρες μας είναι εξακριβωμένο ότι οι λεμούριοι ζουν μόνο στη Μαδαγασκάρη. Η παρανόηση του Sclater οφείλεται στο γεγονός ότι στην εποχή του ο ορισμός των λεμούριων περιλάμβανε επίσης τους λεπτούς λόρις, ένα άλλο μικροσκοπικό πρωτεύον θηλαστικό, το οποίο όντως ζει στην Ινδία και τη Σρι Λάνκα. Παρόλο που έχουν κάποιες ομοιότητες, τα είδη αυτά δεν είναι στενά συνδεδεμένα, αφού διαχωρίστηκαν πριν από περίπου 70 εκατομμύρια χρόνια.
Οι λεμούριοι ονομάστηκαν τη δεκαετία του 1750 από τον ίδιο τον Κάρολο Λινναίο, τον θεμελιωτή του σύγχρονου συστήματος βιολογικής ταξινομίας. Ο Λινναίος πήρε το όνομά τους από την αρχαία Ρώμη, όπου τα «Λεμούρια» ήταν τα ανήσυχα πνεύματα (ή φαντάσματα) των άταφων νεκρών. Στις 9, 11 και 13 Μαΐου, κατά τη διάρκεια της γιορτής των Λεμουράλιων ή Λεμούριων, ο κύριος κάθε σπιτιού σηκωνόταν τα μεσάνυχτα για να εξευμενίσει τα Λεμούρια, ρίχνοντας πίσω του μαύρα φασόλια. Για να τρομάξει και να διώξει όσα από τα τρομακτικά αυτά πλάσματα δεν ικανοποιούνταν από τα φασόλια, χτυπούσε δυνατά χάλκινα αντικείμενα.