Το Βασίλειο του Βελγίου είναι μια χώρα στη βορειοδυτική Ευρώπη. Συνορεύει με τις Κάτω Χώρες (Ολλανδία) στα βόρεια, με τη Γερμανία στα ανατολικά και με το Λουξεμβούργο και τη Γαλλία στα νότια. Έχει έκταση 30.528 τετρ. χλμ. (περίπου όσο η Πελοπόννησος και η μισή Στερεά) και πληθυσμό γύρω στα 11,5 εκατομμύρια κατοίκους. Πρωτεύουσά του είναι οι Βρυξέλλες, μεγαλύτερη πόλη και έδρα πολλών ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το ΝΑΤΟ.
Πρόκειται για μία από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου, καταλαμβάνοντας τη 14η θέση στον παγκόσμιο Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (Human Development Index, HDI) στην αναφορά για το έτος 2020. Συγκαταλέγεται, επίσης, ανάμεσα στις πιο ασφαλείς και ειρηνικές χώρες του κόσμου, καθώς βρίσκεται στην 18η θέση στον Παγκόσμιο Δείκτη Ειρήνης (Global Peace Index, GPI) για το έτος 2019. [Ενδεικτικά, η Ελλάδα βρίσκεται στην 32η και 65η θέση αντίστοιχα].

Παρά τις εντυπωσιακές του επιδόσεις στους παραπάνω δείκτες το Βέλγιο έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, το οποίο μπορεί δυνητικά να δυναμιτίσει τα θεμέλια ολόκληρου του κράτους. Αυτό συμβαίνει γιατί βρίσκεται στα σύνορα μεταξύ της «γερμανόφωνης» (πληθυσμών που μιλούν γερμανικές γλώσσες) και της «λατινόφωνης» (πληθυσμών που μιλούν λατινογενείς γλώσσες) Ευρώπης, με αποτέλεσμα να συναπαρτίζεται από δύο εθνότητες: τους ολλανδόφωνους Φλαμανδούς που κατοικούν στην περιοχή της Φλάνδρας στο Βορρά και τους γαλλόφωνους Βαλλόνους που κατοικούν στην περιοχή της Βαλλονίας στο Νότο.
Στα ανατολικά της χώρας διαμένει και μια επίσημα αναγνωρισμένη κοινότητα κατοίκων που μιλούν γερμανικά. Οι Φλαμανδοί υπολογίζονται γύρω στους 6.900.000, οι Βαλλόνοι γύρω στους 4.500.000 και οι γερμανόφωνοι γύρω στους 78.000. Κατά συνέπεια, ως επίσημες γλώσσες του κράτους έχουν οριστεί η ολλανδική (με τη φλαμανδική διάλεκτο), η γαλλική και η γερμανική.


Οι διαφορές ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες κοινότητες των Φλαμανδών και των Βαλλόνων πηγαίνουν πίσω στην ίδρυση του κράτους μετά τη Βελγική Επανάσταση, η οποία ξέσπασε το 1830 εναντίον της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου των Κάτω Χωρών και οδήγησε στην εγκαθίδρυση του ανεξάρτητου Βασιλείου του Βελγίου. Βασικές αιτίες της Επανάστασης ήταν ο παραγκωνισμός που αισθάνονταν οι Βέλγοι (κυρίως οι γαλλόφωνοι Βαλλόνοι) εντός του ενιαίου Βασιλείου από τους Ολλανδούς, σε συνδυασμό με τη διαφορά στο δόγμα, καθώς οι Βέλγοι ήταν καθολικοί και οι Ολλανδοί προτεστάντες.
Η κυβέρνηση του νέου βασιλείου αποφάσισε τη θεσμοθέτηση της γαλλικής ως μοναδικής επίσημης γλώσσας του κράτους, αντιδρώντας ενάντια στους Ολλανδούς και τη γλώσσα τους. Γενικά, η πολιτική του νέου κράτους οδήγησε στη μετατόπιση του οικονομικού κέντρου βάρους στις γαλλόφωνες περιοχές, όπου αναπτύχθηκε σταδιακά η βιομηχανία, με αποτέλεσμα η ως τότε ανθούσα Φλάνδρα να παραμείνει αγροτική και να παρακμάσει. Αλλά και στον κοινωνικό τομέα υπήρχαν σοβαρές διακρίσεις και οτιδήποτε φλαμανδικό στιγματιζόταν ως κατώτερο. Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα μια αυξανόμενη εχθρότητα ανάμεσα στις δύο γλωσσικές κοινότητες της χώρας.

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα άρχισε βαθμιαία να διαμορφώνεται μια αντίδραση από πλευράς των Φλαμανδών απέναντι στην καταπιεστική πολιτική του βελγικού κράτους προς την εθνότητά τους. Στα πρώτα του βήματα το «Φλαμανδικό Κίνημα» (όπως ονομάστηκε) ήταν περισσότερο πνευματικό παρά κοινωνικό και στόχευε στην αναγνώριση της φλαμανδικής γλώσσας και κουλτούρας. Σταδιακά, ωστόσο, προσέλαβε και πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, διεκδικώντας την πολιτική χειραφέτηση των Φλαμανδών: το 1861 ιδρύθηκε το Meetingpartij, το πρώτο φλαμανδικό κόμμα και το 1888 η Het Laatste Nieuws, η πρώτη εφημερίδα στα φλαμανδικά.
Ως αντίδραση στο κίνημα των Φλαμανδών διαμορφώθηκε από γαλλόφωνους πολιτικούς και άλλους σημαίνοντες Βέλγους το «Βαλλονικό Κίνημα», το οποίο επεδίωκε τη διατήρηση της γαλλικής ως κυρίαρχης γλώσσας του κράτους και την ενίσχυσης της κεντρικής κυβέρνησης έναντι των φυγόκεντρων τάσεων των Φλαμανδών.

Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα και κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες οδήγησαν σε νέες πραγματικότητες. Λόγω της ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης της Φλάνδρας και της αντίστοιχης παρακμής της Βαλλονίας, οι Βαλλόνοι αναγκάστηκαν να συναινέσουν στη χάραξη γλωσσικών συνόρων μέσα στην επικράτεια του Βελγίου, προκειμένου να αποσοβηθούν οι γλωσσικές, πολιτισμικές, κοινωνικές και οικονομικές αντιθέσεις.
Έτσι, το 1963 το Βέλγιο χωρίστηκε σε τέσσερις γλωσσικές περιφέρειες: την ολλανδόφωνη Φλάνδρα, τη γαλλόφωνη Βαλλονία, τη δίγλωσση περιφέρεια των Βρυξελλών και τη μικρή γερμανόφωνη περιφέρεια στα ανατολικά. Για την εξασφάλιση μεγαλύτερης αυτονομίας στις κοινότητες δημιουργήθηκαν περιφερειακές κυβερνήσεις, αλλά και μια κεντρική ομοσπονδιακή κυβέρνηση στις Βρυξέλλες ως εγγύηση για την ενότητα του κράτους.

Από τότε μέχρι και σήμερα οι εντάσεις ανάμεσα σε Φλαμανδούς και Βαλλόνους επανέρχονται περιοδικά, κυρίως σε συγκυρίες πολιτικών κρίσεων, και γίνονται πιο αισθητές στις πόλεις και στα χωριά που βρίσκονται κατά μήκος του γλωσσικού συνόρου. Εκεί μπορεί να παρατηρήσει κανείς δίγλωσσες πινακίδες με σβησμένη την «αντίπαλη» γλώσσα. Πηγή έντασης είναι, σε μεγάλο βαθμό, και οι δίγλωσσες Βρυξέλλες, όπου επικρατούν οι γαλλόφωνοι, αν και γεωγραφικά εντάσσονται στη Φλάνδρα. Αναλυτές επισημαίνουν ότι κάτω από τις γλωσσικές και πολιτισμικές διαφορές βρίσκεται η οικονομία, καθώς η πλούσια Φλάνδρα διεκδικεί περισσότερη οικονομική αυτονομία από τη φτωχότερη Βαλλονία.
Για τον λόγο αυτό στις φλαμανδικές περιοχές κερδίζουν έδαφος τα τελευταία χρόνια οι πολιτικοί σχηματισμοί, οι οποίοι υποστηρίζουν μακροπρόθεσμα την ανεξαρτησία της Φλάνδρας από το Βέλγιο, εντείνοντας τις ανησυχίες για ένα ενδεχόμενο «διαζύγιο» ανάμεσα στις δύο κοινότητες.

Bonus Facts
- Η γερμανόφωνη κοινότητα του Βελγίου αποτελείται από δύο περιοχές που δεν συνορεύουν μεταξύ τους και ενώνονται μόνο με την ιστορική σιδηροδρομική γραμμή Φένμπαν.
- Το Δεκέμβριο του 2019 ένα δημοψήφισμα που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Le Soir και στο κανάλι RTL αποκάλυψε ότι το 37% των Φλαμανδών ερωτηθέντων θα υποστήριζαν μια ενδεχόμενη ανεξαρτητοποίηση της Φλάνδρας, σε αντίθεση με μόλις 14% των Βαλλόνων και 17% των κατοίκων των Βρυξελλών.

Πηγές: Wikipedia 1, 2, 3, BrusselsTimes, BBC, TheCultureTrip