Το Μουσείο Ορσέ (Musée d’Orsay) είναι ένα εθνικό μουσείο της Γαλλίας και βρίσκεται στο Παρίσι, στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα. Φιλοξενεί έργα τέχνης κυρίως από την Γαλλία της περιόδου 1848 έως 1914. Οι συλλογές του περιλαμβάνουν έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, φωτογραφίας και διακοσμητικών τεχνών.
Η κατασκευή
Το κτήριο του μουσείου ξεκίνησε να χτίζεται το 1898 για την Παγκόσμια Έκθεση του 1900 και δύο χρόνια αργότερα άρχισε να λειτουργεί ως ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός της σιδηροδρομικής εταιρείας Παρισιού – Ορλεάνης. Κατά την ολοκλήρωσή του διέθετε περίτεχνη πρόσοψη Μποζ Αρ (Beaux Arts), ενώ στο εσωτερικό του υπήρχαν μεταλλικές κατασκευές, ανελκυστήρες επιβατών και ηλεκτρικές ράγες. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη της σιδηροδρόμων οι αποβάθρες του δεν χωρούσαν πια τα σύγχρονα μεγάλου μήκους τρένα και άρχισε να υπολειτουργεί, ώσπου έκλεισε εντελώς το 1973. Αποφασίστηκε, ωστόσο, να μην κατεδαφιστεί και το 1978συμπεριλήφθηκε στη λίστα ιστορικών μνημείων της Γαλλίας.
Την ίδια εποχή η Γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε την ανακατασκευή του κτηρίου και την μετατροπή του σε μουσείο. Η ιδέα ήταν να δημιουργηθεί ένα μουσείο που θα γεφύρωνε το χάσμα μεταξύ του Λούβρου και του Εθνικού Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στο Κέντρο Ζορζ Πομπιντού. Το νέο μουσείο εγκαινιάσθηκε από τον τότε Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Μιτεράν την 1η Δεκεμβρίου 1986. Η συνολική επιφάνεια των αιθουσών του φθάνει τις 57.000 τετραγωνικά μέτρα, ενώ οι επιφάνειες των εκθεσιακών χώρων καταλαμβάνουν 16.900 τετραγωνικά μέτρα περίπου. Το εσωτερικό έχει μια πολύπλοκη διάταξη από αίθουσες που καταλαμβάνουν τρία κύρια επίπεδα γύρω από το αίθριο κάτω από το εμβληματικό θόλο του κτιρίου από σίδερο και γυαλί, ενώ στο ισόγειο διαμορφώθηκε ένα κεντρικό κλίτος για τη συλλογή γλυπτών και εκθεσιακοί χώροι για τη ζωγραφική και τις διακοσμητικές τέχνες.
Στα τέλη του 2011, το μουσείο άνοιξε ξανά για το κοινό μετά από πλήρη ανακαίνιση. Οι αίθουσές του αναδιαμορφώθηκαν, ενώ προστέθηκαν επιπλέον 400 τετραγωνικά μέτρα εκθεσιακού χώρου για τις μόνιμες και τις περιοδικές εκθέσεις.
Διαβάστε επίσης: 5 μέρες στο Παρίσι – Τι να δω και τι να κάνω
Μουσείο Ορσέ: τι να δω
Το Μουσείο Ορσέ είναι γνωστό για την τεράστια συλλογή του με έργα ιμπρεσιονιστών ζωγράφων, όπως οι Μανέ, Μονέ, Ρενουάρ, Γκωγκέν, Σεζάν και άλλους. Ας δούμε μερικά από τα πιο διάσημα:
Εντουάρ Μανέ, Πρόγευμα στη χλόη (1863)
Το Πρόγευμα στη χλόη είναι ένα έργο τέχνης-ορόσημο που ουσιαστικά συστήνει στο κοινό την μοντέρνα ζωγραφική. Στην εποχή του προκάλεσε σκάνδαλο αλλά και χλευασμό, καθώς κατέρριπτε όλους τους συμβατικούς κανόνες της ζωγραφικής. Η γυμνή γυναικεία μορφή ανάμεσα στους άνδρες δεν δικαιολογείται ούτε από μυθολογικά ούτε από αλληγορικά προηγούμενα. Επίσης, οι φιγούρες φάνταζαν σχεδιασμένες πολύ πρόχειρα, ενώ απουσίαζαν οι βασικοί κανόνες της προοπτικής. Ωστόσο, ο πίνακας είχε ισχυρή επιρροή και τα επόμενα χρόνια αναπαράχθηκε από πολλούς καλλιτέχνες -μεταξύ αυτών ο Μονέ, ο Σεζάν και ο Πικάσο- δημιουργώντας μία από τις πιο αναγνωρίσιμες συνθέσεις στην ιστορία της ζωγραφικής.
Εντγκάρ Ντεγκά, Μάθημα μπαλέτου (1871 – 1874)
Από τη δεκαετία του 1870 μέχρι το θάνατό του, τα αγαπημένα θέματα του Ντεγκά ήταν οι μπαλαρίνες επί τω έργω, σε πρόβα ή σε ανάπαυση, και ο ίδιος εξερεύνησε ακούραστα το θέμα με πολλές παραλλαγές. Εδώ το μάθημα φτάνει στο τέλος του – οι μαθήτριες είναι εξαντλημένες, τεντώνονται, στρίβουν για να ξύσουν την πλάτη τους, διορθώνουν τα μαλλιά ή τα ρούχα τους, ένα σκουλαρίκι ή μια κορδέλα, δίνοντας ελάχιστη σημασία στον άκαμπτο δάσκαλο, ένα πορτρέτο του Jules Perrot, ενός πραγματικού δασκάλου μπαλέτου.
Πιερ Ωγκύστ Ρενουάρ, Χορός στο Moulin de la Galette (1876)
Ο πίνακας αυτός είναι αναμφίβολα το σημαντικότερο έργο του Ρενουάρ στα μέσα της δεκαετίας του 1870 και παρουσιάστηκε στην έκθεση ιμπρεσιονιστών το 1877. Στόχος του ζωγράφου ήταν να μεταφέρει τη ζωηρή και χαρούμενη ατμόσφαιρα αυτού του δημοφιλούς κήπου στη Μονμάρτη. Το κινούμενο πλήθος που λούζεται στο φως και απεικονίζεται με ζωηρές, έντονα χρωματιστές πινελιές, κατατάσσουν το έργο στα αριστουργήματα του πρώιμου ιμπρεσιονισμού.
Βίνσεντ βαν Γκογκ, Αυτοπροσωπογραφία (1889)
Πρόκειται, ίσως, για την πιο αναγνωρίσιμη από τις σαράντα τρεις αυτοπροσωπογραφίες που ζωγράφισε ο Βαν Γκογκ σε όλη του τη ζωή. Ο καλλιτέχνης κατευθύνει την προσοχή του θεατή προς το πρόσωπο με τα σκληρά χαρακτηριστικά και τα ανήσυχα, πράσινα μάτια, ενώ το κυρίαρχο χρώμα μεταξύ πράσινου και τυρκουάζ κάνει αντίθεση με το φλογερό πορτοκαλί της γενειάδας και των μαλλιών. Σύμφωνα με τους μελετητές του έργου του, τα ρευστά χρώματα και τα ταραχώδη μοτίβα στο φόντο αντικατοπτρίζουν μια αίσθηση έντασης και πίεσης, αντίστοιχες με την νοητική κατάσταση του ζωγράφου.
Πωλ Σεζάν, Οι λουόμενοι (περίπου 1890)
Από τη δεκαετία του 1870 μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Σεζάν ζωγράφισε πολλούς πίνακες με λουόμενους, άνδρες και γυναίκες. Η μεγάλη του φιλοδοξία ήταν να επιτύχει την πλήρη συγχώνευση της ανθρώπινης μορφής με το τοπίο. Δεν εστιάζει στη σάρκα, όπως ο Ρενουάρ, αλλά στα σώματα, στα οποία έβλεπε μόνο επιφάνειες και ζωγραφικούς όγκους, κινούμενος έτσι από τον ιμπρεσιονισμό προς τον κυβισμό και την αφαίρεση.
Πωλ Γκωγκέν, Arearea (1892)
Το 1891 ο Πωλ Γκωγκέν επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Ταϊτή, αναζητώντας τα ίχνη ενός πρωτόγονου τρόπου ζωής. Στον συγκεκριμένο πίνακα δημιουργεί έναν μαγεμένο κόσμο, γεμάτο αρμονία και μελαγχολία, σε ένα εξιδανικευμένο περιβάλλον. Όταν εκτέθηκε, ωστόσο, δεν είχε ιδιαίτερα ενθουσιώδη υποδοχή από το κοινό. Παρ’ όλα αυτά, ο Γκωγκέν θεωρούσε την Arearea έναν από τους καλύτερους πίνακές του και το 1895 έφτασε στο σημείο να τον αγοράσει για τον εαυτό του πριν εγκαταλείψει οριστικά την Ευρώπη.
Κλωντ Μονέ, Μπλε νούφαρα (1916-1919)
Από το 1910 μέχρι τον θάνατό του το 1926, ο Μονέ είχε σαν μοναδική του έμπνευση τον κήπο που είχε δημιουργήσει στο κτήμα του στο Ζιβερνί. Στον πίνακα εστιάζει σε ένα μικρό τμήμα της λίμνης, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια αίσθηση πλήρους αφαίρεσης, με τις πινελιές να διακρίνονται πιο έντονα από τα ίδια τα φυτά ή τις αντανακλάσεις τους.