Search
Close this search box.
Search
Close this search box.

Η ιστορία της Χίου, του νησιού της μαστίχας

Για το όνομα της Χίου έχουν πλεχτεί πολλοί μύθοι. Το παλαιότερο όνομα του νησιού ήταν κατά τον Όμηρο προελληνικό, Κίος ή Κέως , ονόματα παραπλήσια με το σημερινό. Οι παλαιότεροι μύθοι αναφέρουν...
Χίος, το νησί της μαστίχας

Η Χίος είναι νησί του Βορείου και Ανατολικού Αιγαίου, το πέμπτο μεγαλύτερο της Ελλάδας με έκταση 842 τετρ. χιλιόμετρα και μήκος ακτών 213 χιλιόμετρα.

Για το όνομα της Χίου έχουν πλεχτεί πολλοί μύθοι. 

  • Το παλαιότερο όνομα του νησιού ήταν κατά τον Όμηρο προελληνικό, Κίος ή Κέως , ονόματα παραπλήσια με το σημερινό. 
  • Οι παλαιότεροι μύθοι αναφέρουν ότι το όνομα «Χίος» προέρχεται από τη Χιόνη που ήταν νύμφη, κόρη του πρώτου Βασιλιά της Χίου, του Οινοπίωνα.
  • Εκτός από τη Χιόνη, την πατρότητα της Χίου διεκδικεί και άλλο μυθικό πρόσωπο ο Χίος, γιος του Ωκεανού ή του Ποσειδώνα, που ονομάστηκε έτσι, επειδή κατά τη γέννησή του έπεσε πολύ χιόνι.
  • Κατά τον ιστορικό- γεωγράφο Ισίδωρο οι Σύριοι αποκαλούσαν Χίο τη μαστίχα
  • Ο περιηγητής Dapper λέει ότι Chia σημαίνει όφις στη συριακή γλώσσα. Εξού και το άλλο όνομα της Χίου Οφιούσα, το οποίο δόθηκε λόγω των πολλών φιδιών που είχε. 
  • Λόγω των πολλών πεύκων που υπήρχαν ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα της Χίου, το νησί ονομαζόταν και Πιτυούσα.
  • Άλλο όνομά της ήταν Αριούσα από το δέντρο «αριών», το οποίο είναι ένα είδος δρυ – πρίνου. Τα άρια (δρυς) κάλυπταν ένα μεγάλο μέρος της βορειοδυτικής Χίου.

  • Άλλα ονόματα ήταν Αιθάλη (αναφέρει ο έφορος Πλίνιος) και Αρέθουσα, αναφέρουν ο Ιταλός Ruberto Valentino και ο Ιερώνυμος.

Η προϊστορική παράδοση αναφέρει δύο ανθρώπους που πρωτοκατοίκησαν στο νησί, τον Οινοπίωνα και τον Μάκαρα. Ο Οινοπίωνας ήταν ο πρώτος μυθικός βασιλιάς της Χίου , είχε κρητική καταγωγή και ήταν αυτός που έφερε στη Χίο την καλλιέργεια του αμπελιού και την παραγωγή του καλύτερου οίνου της εποχής, του Αριούσιου Οίνου. Τα εγκώμια γι’ αυτό τον οίνο ήταν πολλά, όπως νέκταρ, γλυκύτατος, θεραπευτικός, αρωματικός και εύπεπτος. Πατέρας του Οινοπίωνα ήταν ο Θεός Διόνυσος και μητέρα του ήταν η Αριάδνη, κόρη του Βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα. Από τον πατέρα του κληρονόμησε την αγάπη του για το κρασί και την μετέδωσε και στους Χιώτες. Με τον Οινοπίωνα συνδέεται και ο μύθος του Ωρίωνα, του διασημότερου μυθικού ήρωα της Χίου . Ο Ωρίων ήταν γιος του Θεού Ποσειδώνα και της Ευρυάλης, κόρης του Μίνωα, ήταν επίσης γίγαντας και περίφημος κυνηγός. Ο Ωρίων αγάπησε την κόρη του Οινοπίωνα Μερόπη, της οποίας το χέρι ζήτησε από τον πατέρα της. Ο Οινοπίωνας του ανέθεσε αρχικά να εξολοθρέψει τα άγρια θηρία της Χίου. Ο Ωρίωνας κατάφερε να τα εξολοθρέψει , αλλά ο Οινοπίωνας αθέτησε το λόγο του και δεν του έδινε την κόρη του. Ο Ωρίωνας φανερά στεναχωρημένος, μέθυσε και έκλεψε την κόρη του Οινοπίωνα Μερόπη. Για την ασέβειά του αυτή ο Οινοπίωνας τον τύφλωσε και τον έδιωξε από το νησί . Υπάρχουν βεβαίως και άλλες εκδοχές του μύθου. Η Χίος τιμούσε σαν ήρωα τον μυθικό Οικιστή και εκπολιτιστή της, Οινοπίωνα και η λατρεία του συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του Β’ μ.Χ. αιώνα.

Σκέφτεστε να πραγματοποιήσετε ένα ταξίδι στη Χίο; Διαβάστε τους 10 λόγους για να επισκεφτείτε τη Χίο και για τη διαμονή σας στο νησί, συμβουλευτείτε τον οδηγό μας Πού να μείνω στη Χίο. Συμβουλευτείτε το πρόγραμμα εβδομάδας τι να κάνετε στη Χίο και μην εξερευνήστε τις καλύτερες παραλίες του νησιού.

Περιεχόμενα

Προελληνικοί λαοί

Οι παλαιότεροι κάτοικοι του νησιού ήταν οι Πελασγοί, οι οποίοι έφθασαν από τη Θεσσαλία , οι Κάρες και οι Λέλεγες. Αργότερα εγκαταστάθηκαν οι Άβαντες και τέλος οι Ίωνες. Αυτοί οι λαοί έζησαν για χιλιετίες στη Χίο και από την ανάμειξή τους με τους Έλληνες, οι οποίοι τους υπέταξαν και τους αφομοίωσαν , προήλθε ο πληθυσμός της Χίου.

Για τους Πελασγούς μας πληροφορεί ο Στράβων , αναφέροντας χαρακτηριστικά : «Χίοι οικιστές εαυτών Πελασγούς γασι τους εκ της Θετταλίας». Όμοιες πληροφορίες μας δίνουν και οι Ευστάθιος, Μενεκράτης ο Ελαΐτης. Όσον αφορά την προέλευση των Πελασγών και τις σχέσεις τους με άλλους λαούς έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες από αρχαίους συγγραφείς , που είναι όμως αντιφατικές. Βέβαιο πάντως είναι ότι οι Πελασγοί προηγήθηκαν των Ελλήνων και μάλλον ήταν ινδοευρωπαίοι.

Για την παρουσία των Αβάντων μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος, ο οποίος αναφέρει ότι ξεκίνησαν από την Εύβοια και αποίκισαν τη Χίο. Κατά τον Αριστοτέλη, το όνομά τους προέρχεται από την πόλη Άβα της Φωκίδας, από την οποία Θράκες άποικοι μετοίκησαν στην Εύβοια.

Αναφορά στους Κάρες γίνεται από το Στράβωνα ο οποίος αναφέρει ότι οι Κάρες κατείχαν την περιοχή από τη Μίλητο έως την παραλία της Εφέσου. Επίσης αναφέρει ότι στα νησιά Χίο και Σάμο κατοικούσαν και οι Λέλεγες, όπως και οι Κάρες, και αργότερα εκδιώχθηκαν από τους Ίωνες.

Κατά την ελληνική παράδοση, οι Κάρες ονομάζονταν προηγουμένως Λέλεγες και κατοικούσαν στα νησιά του Αιγαίου σαν υπήκοοι του Μίνωα.

Οι πληροφορίες δυστυχώς είναι συγκεχυμένες και γι αυτό δεν μπορούμε να καθορίσουμε την προέλευση των λαών, όπως και το χρόνο εγκατάστασης και παραμονής τους στο νησί.

Πρώιμη Νεολιθική εποχή – Χαλκοκρατία

Δύο κυρίως αρχαιολογικές θέσεις της Χίου , το Άγιο Γάλα και το Εμποριό , μας δίνουν πληροφορίες από την Πρώιμη Νεολιθική εποχή(6000-5000 π.Χ.) για τους προελληνικούς λαούς που είχαν εγκατασταθεί. Ο αρχαιολογικός χώρος του Εμποριού αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα παραθαλάσσιου οικισμού, του οποίου η οικονομία βασιζόταν στην κτηνοτροφία , την αλιεία και το κυνήγι. Τα δέκα ευκρινώς διακρινόμενα στρώματα από τις ανασκαφές στον Εμποριό καλύπτουν τη χρονική περίοδο 6000 π.Χ. έως τα τέλη της πρώιμης Χαλκοκρατίας (2000 π.Χ.). Η κύρια περίοδος της Χαλκοκρατίας (2800-1100 π.Χ.) έχει σαν κύρια γνωρίσματά της τη χρήση των μετάλλων, την καλύτερη κατανομή εργασίας και την ίδρυση οχυρωμένων αστικών κέντρων. Στον Εμποριό είχε ιδρυθεί αρχικά οικισμός στο νότιο τμήμα του λιμανιού, ο οποίος αργότερα επεκτείνεται και προς την κορυφή του λόφου της Ακροπόλεως και οχυρώνεται με πέτρινο τείχος. Στα μέσα της Γ’ χιλιετηρίδας το Εμποριό καταστράφηκε από πυρκαγιά και ξαναχτίστηκε αποτελώντας ένα αξιόλογο αστικό κέντρο.
Κατά τους πρώτους αιώνες της Μέσης Χαλκοκρατίας (Μεσοελλαδική 1900 – 1600πχ) νέο κύμα εισβολέων κατακλύζει το Αιγαίο. Οι ερευνητές τους αναφέρουν σαν Αχαιούς και άλλοι σαν Ίωνες, οι οποίοι θα εγκολπωθούν το Μινωικό πολιτισμό και θα τον μετασχηματίσουν σε Μυκηναϊκό.
Η Υστέρα Χαλκοκρατία (1600-1100 πχ) είναι πολύ σημαντική , γιατί για πρώτη φορά γίνεται αποικισμός από ελληνικά φύλα. Επειδή η μητρόπολη αυτού του πολιτισμού ήταν οι Μυκήνες, γι’ αυτό ονομάστηκε Μυκηναϊκός πολιτισμός. Η μυκηναϊκή περίοδος χαρακτηρίζεται από την αύξηση των οικισμών και εξάπλωση του εμπορίου με το Μυκηναϊκό κόσμο. Τα μυκηναϊκά αγγεία που βρέθηκαν στον Εμποριό αποδεικνύουν τις άμεσες εμπορικές σχέσεις μεταξύ Χίου και Κρήτης.
Ο Μυκηναϊκός οικισμός του Εμποριού εγκαταλείφθηκε ή καταστράφηκε στις αρχές του 11ου πχ αιώνα και παρέμεινε ακατοίκητος και έρημος για τρεις τουλάχιστον αιώνες. Όταν μάλιστα ιδρύθηκε ο νέος οικισμός, αυτός χτίστηκε στις δυτικές πλαγιές του λόφου του Προφήτη Ηλία.

Ο ελληνικός αποικισμός της Χίου

Στα μέσα του 11ου πχ αιώνα υποθέτουμε ότι ξεκίνησε ο αποικισμός της Χίου από τους Ίωνες. Οι Ίωνες διακρίθηκαν σαν έμποροι και ναυτικοί, όπως επίσης αναδείχθηκαν και πρωτοπόροι στα γράμματα και τις τέχνες. Σ’αυτό συνέβαλαν πολλοί παράγοντες , όπως το εύφορο έδαφος , η γεωγραφική της θέση και τα μεγάλα λιμάνια της. Αξιοσημείωτο είναι ότι περίφημα, κατά την αρχαιότητα, ήταν τα γεωργικά προϊόντα της Χίου, όπως το κρασί της που έφθανε ως τα πέρατα του κόσμου.
Εκτός από τους Ίωνες υπάρχουν ενδείξεις ότι Αιολείς άποικοι εγκαταστάθηκαν στο Βόρειο μέρος του νησιού, προερχόμενοι από τη Λέσβο.
Οι άποικοι που εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Μ. Ασίας και τα γειτονικά νησιά ανήκαν στα ελληνικά φύλλα που ανέπτυξαν τον Μυκηναϊκό πολιτισμό , του οποίου πολιτιστικά στοιχεία έφεραν από τις πατρίδες τους. Από αυτά τα σημαντικότερα ήταν τα επικά. Έτσι γεννήθηκαν τα Ομηρικά Έπη , τα σημαντικότερα δημιουργήματα της Ελληνικής, αλλά και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, έργα του ποιητή Ομήρου.

Αρχαϊκοί χρόνοι (750-550 π.X.)

Η Χίος ήταν από τις πρώτες ελληνικές πόλεις που από τον 7ο αιώνα π.Χ. ανέτρεψαν τη Βασιλεία και δημιούργησαν ένα αναπτυγμένο πολιτικό σύστημα , όπου η εξουσία περιήλθε στους Ευπατρίδες(ανώτατη τάξη πολιτών). Αυτοί είχαν πολλά προνόμια και συγκέντρωναν όλες τις πολιτικές και θρησκευτικές αρχές της πόλης, ρυθμίζοντας όσα αφορούσαν τη θρησκεία και ερμηνεύοντας τους νόμους. Ο βασιλιάς υπήρχε ακόμη , όμως την εξουσία την είχε κυρίως ο δήμαρχος , ο άρχων του δήμου, όπως και η βουλή, την οποία αποτελούσαν 50 άνδρες από κάθε φυλή. Ο δήμαρχος και η βουλή συνεδρίαζαν συνήθως μια φορά το μήνα και η εξουσία τους ήταν διοικητική και δικαστική. Οι διατάξεις αυτές εμφανίζονται δημοκρατικότερες από τη βουλή των τετρακοσίων του Σόλωνα στην Αθήνα.

Υποταγή στο Δαρείο και τους Πέρσες (6ο π.Χ.)

Τον 6ο π.Χ. αιώνα η Χίος κινδύνευσε να καταληφθεί από τους ισχυρούς μονάρχες της Ασίας. Ο βασιλιάς της Λυδίας Αλυάττης (610 – 560 π.Χ.) στράφηκε προς τις Ιωνικές πόλεις και άρχισε να τις καταλαμβάνει. Μόνο η Μίλητος του έφερε αντίσταση. Κατά την μακροχρόνια πολιορκία της Μιλήτου η μόνη ιωνική πόλη που την βοήθησε ήταν η Χίος. Δε γνωρίζουμε ακριβώς αν έστειλε στρατιωτική βοήθεια ή την εφοδίασε με τρόφιμα (που είναι το πιθανότερο). Το επεισόδιο αυτό μας δείχνει τη ναυτική ισχύ της Χίου, η οποία αψήφησε την μεγάλη στρατιωτική δύναμη του Λυδού βασιλιά. Η Χίος σε όλο το διάστημα αυτό παρέμεινε ελεύθερη και αυτόνομη και δεν υποτάχθηκε πότε στη Λυδία.
Η κατάσταση όμως άλλαξε όταν εμφανίστηκαν οι Πέρσες . Ο Κύρος (559-528 π.Χ. ) ,ιδρυτής του περσικού κράτους , αφού νίκησε και κατέλυσε το κράτος των Λυδών ,που είχαν βασιλιά το γιο του Αλυάτη , Κροίσο, επιτέθηκε κατά των ιωνικών πόλεων και άρχισε να τις καταλαμβάνει τη μια μετά την άλλη. Η Χίος δε γνωρίζουμε ακριβώς αν καταλήφθηκε από τον Κύρο ή κατακτήθηκε από το Δαρείο. Πιθανόν η κατάκτηση της Χίου από τους Πέρσες έγινε μεταξύ 518 και 513 . Τότε, τύραννος της Χίου ήταν ο Στράτις (οι Πέρσες σε κάθε πόλη που κατακτούσαν όριζαν έναν τύραννο σαν κυβερνήτη , ο οποίος ήταν τυφλό όργανό τους και τους εξασφάλιζε την κυριαρχία στους υποτελείς λαούς). Η Χίος βοήθησε το Δαρείο στην εκστρατεία του κατά των Σκύθων (513 π.Χ. ) . Κατά την εκστρατεία του αυτή οι Ίωνες τύραννοι του κατασκεύασαν μια γέφυρα στο Βόσπορο, για να περάσει με ασφάλεια ο στρατός του( 700.000 άνδρες κατά τον Ηρόδοτο). Κατά τη διάρκεια του πολέμου του Δαρείου κατά των Σκύθων οι τύραννοι των Ιωνικών πόλεων ήθελαν να εξεγερθούν κατά του Δαρείου , μετά από προτροπή των Ιώνων που φρουρούσαν τη γέφυρα στο Βόσπορο. Την πρόταση αυτή δεν αποδέχθηκε ο τύραννος της Μιλήτου Ιστιαίος, όπως και της Χίου Στράτις , οι οποίοι πίστευαν πως, αν ηττηθεί ο Δαρείος, θα χάσουν τη δύναμή τους.

Ιωνική επανάσταση (500-493)

Ο Αρισταγόρας, γαμπρός του Ιστιαίου και τύραννος της Μιλήτου, παρακίνησε τους Ίωνες σε εξέγερση εναντίον του Δαρείου, για να ελευθερωθούν. Ο απελευθερωτικός αγώνας των Ιώνων είχε πολιτικά , εθνικά και οικονομικά αίτια. Ο Αρισταγόρας ζήτησε από την Ελλάδα βοήθεια. Οι Σπαρτιάτες που είχαν βασιλιά τον Κλεομένη του αρνήθηκαν κάθε βοήθεια , ενώ οι Αθηναίοι τον ενίσχυσαν με είκοσι μόνο πλοία. Οι επαναστατικές επιχειρήσεις ξεκίνησαν με επίθεση των συμμαχικών δυνάμεων κατά την πρωτεύουσα των Περσών, τις Σάρδεις. Στη συνέχεια η εξέγερση εξαπλώθηκε σ’ όλη τη Μικρά Ασία και την Κύπρο. Η τελική φάση του αγώνα των Ιώνων διεξήχθη στη Μίλητο .Η συμμαχία των Ιώνων με 353 πλοία (100 από τη Χίο με 40 πολίτες το καθένα, 80 από τη Μίλητο, 70 από τη Λέσβο, 60 από τη Σάμο) αντιμετώπισε τα 600 περσικά στη Λάδη, νησίδα της Μικρασιατικής ακτής απέναντι από τη Μίλητο. Στη ναυμαχία οι Χιώτες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο , πολέμησαν με γενναιότητα και πειθαρχία. Αν και η νίκη έγερνε προς τους Πέρσες δεν εγκατέλειψαν τον αγώνα , όπως οι υπόλοιποι σύμμαχοι, έμειναν μέχρι το τέλος φθείροντας τους Πέρσες. Τον επόμενο χρόνο(493 π.Χ.) ο περσικός στόλος κατέπλευσε στη Χίο και προκάλεσε μεγάλη καταστροφή στο νησί. Μέρος του πληθυσμού υποδουλώθηκε , γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν στα χαρέμια της ανατολής. Πιθανόν τότε καταστράφηκε ο ναός του Φαναίου Απόλλωνα στα Φανά , όπως και το ιερό στο λιμάνι του Εμποριού.
Η ιωνική επανάσταση είχε παγκόσμια σημασία , γιατί η Περσία αντιμετώπισε για πρώτη φορά την εξέγερση ενός υπόδουλου λαού, την οποία κατέστειλε μετά από σκληρό αγώνα. Αυτό έδωσε το έναυσμα και σ’ άλλους λαούς της αυτοκρατορίας της να εξεγερθούν.

Οι μηδικοί πόλεμοι(492- 479 π.Χ.) – Αθηναϊκή συμμαχία

Μετά την καταστολή της Ιωνικής επανάστασης ο γιος και διάδοχος του Δαρείου, Ξέρξης κινητοποίησε έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς που γνώρισε η αρχαιότητα για να υποδουλώσει την Ελλάδα. 1200 τριήρεις ,από τις οποίες 457 παραχώρησαν έλληνες υπήκοοι των Περσών και απ’ αυτές οι 100 ήταν ιωνικές. Ελληνικά ήταν μόνο τα πληρώματά τους , ενώ πολεμιστές και ναύαρχοι του στόλου ήταν Πέρσες. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας(480 π.Χ.) οι Ίωνες τάχθηκαν στο αριστερό μέρος της περσικής παράταξης απέναντι στους Λακεδαιμόνιους. Η ήττα των Περσών στη ναυμαχία υπήρξε ολοκληρωτική και οφειλόταν κυρίως στην ανικανότητα των Περσών ναυάρχων , αλλά και στην υπεροχή σε ναυτική εμπειρία των ελλήνων. Κυριότερος συντελεστής της νίκης ήταν ο Θεμιστοκλής που παρέσυρε στα στενά της Σαλαμίνας το δυσκίνητο περσικό στόλο και τον υποχρέωσε σε μεγαλοπρεπή ήττα και φυγή. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία οι Χιώτες να στείλουν αντιπροσωπεία με 6 νεαρούς Χιώτες στην Αίγινα, εκεί που ήταν αγκυροβολημένος ο ελληνικός στόλος, προκειμένου να ζητήσει τη βοήθεια των Ελλήνων, ώστε να εξεγερθούν κατά των Περσών, αφού προηγουμένως είχαν προσπαθήσει να δολοφονήσουν ανεπιτυχώς τον τύραννο Στράτη. Λίγους μήνες αργότερα, τριμελής αντιπροσωπεία από τη Σάμο κατάφερε να πείσει το ναύαρχο Λεωτυχίδα να μετακινήσει τον ελληνικό στόλο από τη Δήλο στη Σάμο, για να ξεκινήσει τον απελευθερωτικό αγώνα εναντίον των Περσών. Τα ελληνικά πλοία έφθασαν στη Μυκάλη (χερσόνησος απέναντι από τη Σάμο), αποβίβασαν στρατό στην ξηρά και έτρεψαν σε φυγή τους Πέρσες. Η μάχη της Μυκάλης (479 π.Χ.) κατέληξε σε λαμπρή νίκη των Ελλήνων ενάντια στους Πέρσες. Οι Έλληνες έκαψαν τα πλοία τους και το περσικό στρατόπεδο. Έτσι ξεκίνησε η απελευθέρωση των ιωνικών πόλεων από τους Πέρσες και ο διωγμός των τυράννων (όπως και του τυράννου Στράτη , ο οποίος καταδυνάστευσε τη Χίο επί 33 χρόνια). Στη συνέχεια οι Πελοποννήσιοι στρατηγοί πρότειναν στους Ίωνες να εγκαταλείψουν τα μέρη για ασφάλεια , πράγμα που εκείνοι απέρριψαν και συμφώνησαν μαζί τους και οι Αθηναίοι. Αυτό ήταν ο λόγος που οι Ίωνες προσχώρησαν αργότερα στην Αθηναϊκή συμμαχία ή συμμαχία της Δήλου(478 π.Χ.).
Η συμμαχία της Δήλου είχε σαν κύριο σκοπό την προστασία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και των νησιών από τους Πέρσες. Η οργάνωση της συμμαχίας έγινε από τον Αριστείδη , ο οποίος καθόρισε το φόρο (εισφορά) του κάθε μέλους της συμμαχίας. Από την καταβολή εξαιρέθηκε η Χίος (όπως και η Σάμος και η Λέσβος), επειδή παρείχε πολεμικά πλοία στη συμμαχία. Οι σχέσεις της Χίου με την Αθήνα παρέμειναν για μεγάλο διάστημα αδιατάραχτες. Κατά την χρυσή περίοδο του Περικλή , απαγορεύτηκε η κοπή νομισμάτων( 448 π.Χ.) . Έτσι και η Χίος αναγκάστηκε να συμμορφωθεί σ’ αυτό το νόμο και να κλείσει το νομισματοκοπείο της, το οποίο ξανάνοιξε το 429 π.Χ. . Ο Περικλής προσπάθησε να περιορίσει την αυτονομία των ιωνικών πόλεων και να μεταβάλει τη συμμαχία σε ηγεμονία των Αθηνών. Γι αυτό υπήρξαν εξεγέρσεις από αρκετές πόλεις για να αυτονομηθούν , οι οποίες καταπνίγηκαν από τους Αθηναίους. Στην εξέγερση της Σάμου βοήθησαν τους Αθηναίους και οι Χιώτες, στέλνοντας την πρώτη φορά 25 πλοία και τη δεύτερη 30 πλοία. Κατά τα έτη που ακολούθησαν την καταστολή της εξέγερσης της Σάμου έως τον πελοποννησιακό πόλεμο τίποτε δεν αναφέρεται για τη Χίο.

Πελοποννησιακός πόλεμος

Τα πρώτα χρόνια του πελοποννησιακού πολέμου η Χίος παρέμεινε πιστή σύμμαχος των Αθηναίων. Χαρακτηριστικοί οι στίχοι του Ευπόλιδος στο θεατρικό έργο του ‘Πόλεις’, το οποίο ανέβηκε στο Αθηναϊκό θέατρο και ήταν γραμμένο γύρω στο 420 π.Χ., αναφέροντας για τη σχέση της Χίου και της Αθήνας : «Η Χίος η ωραία πόλη, που μας στέλνει πολεμικά πλοία και άνδρες, όταν χρειαστεί, αλλά και γενικά πειθαρχεί χωρίς πρόβλημα , όπως ένα άλογο χωρίς να το χτυπάει κανείς».
Η πρώτη πολεμική επιχείρηση στην οποία συμμετείχε το ναυτικό της Χίου ήταν στην εκστρατεία του Περικλή στην Αργολίδα(περίπου το 430 π.Χ.), όπου η Χίος και η Λέσβος έστειλαν 50 τριήρεις. Το 425 π.Χ. τέσσερα χιακά πλοία βοήθησαν τους Αθηναίους στη νικηφόρο εκστρατεία της Πύλου και το 423 π.Χ. δέκα πλοία της Χίου ενίσχυσαν το στόλο του Νικία στη Χαλκιδική. Η επόμενη συμμετοχή χιακών πλοίων ήταν στην εκστρατεία των Αθηναίων κατά της Δωρικής Μήλου (416 π.Χ.) , η οποία καταστράφηκε από τους Αθηναίους.
Κατά την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία(415 π.χ.) οι Χιώτες και οι Μυτιληνιοί έστειλαν περίπου 55 πλοία για βοήθεια. Οι Αθηναίοι διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τις Συρακούσες και αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Μάταια όμως γιατί τους απέκλεισαν την έξοδο του Μεγάλου Λιμανιού οι Συρακούσιοι. Έτσι εγκατέλειψαν τα πλοία τους και μπήκαν στη στεριά. Εκεί τους συνέλαβαν οι Συρακούσιοι και τους περισσότερους τους έριξαν στα Λατομεία και μετά από 70 μέρες τους πούλησαν για δούλους. Ελάχιστοι Χιώτες επέζησαν απ’ αυτή τη δοκιμασία, για να φέρουν και τα δυσάρεστα νέα στην πατρίδα τους.
Μετά την Εκστρατεία στη Σικελία η Αθήνα είχε πλέον χάσει τη μεγάλη δύναμή της και άρχισε να χάνει και τους συμμάχους της. Έτσι και η Χίος το 412 π.Χ. ήταν από τους πρώτους συμμάχους που εγκατέλειψαν τη συμμαχία μετά από 66 χρόνια συνεχούς και πιστής παραμονής στην Αθηναϊκή συμμαχία. Οι Αθηναίοι θορυβήθηκαν πολύ από την αποστασία της Χίου , της δυνατότερης πόλης από τους συμμάχους της στην Ιωνία. Έτσι απέστειλαν 20 τριήρεις για να καταστείλουν την εξέγερση. Η Χίος για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους Αθηναίους προσπάθησε να προσεταιριστεί και άλλους συμμάχους , όπως τη Μίλητο, τη Λέσβο, τη Μήθυμνα και προσχώρησε σε συμμαχία με τους Λακεδαιμόνιους , απ’ τους οποίους και ζήτησε βοήθεια. Οι Αθηναίοι στράφηκαν πρώτα στη Χιακή ύπαιθρο , έκαναν απόβαση στη Βολισσό και τα Καρδάμυλα, όπου νίκησαν και σκότωσαν πολλούς Χιώτες. Οι Χιώτες νικήθηκαν και σε μάχες στα Φανά και στο Λευκώνιο και στη συνέχεια κλείσθηκαν στα τείχη της πόλης. Αργότερα καταφθάνει στη Χίο ο Πεδάριτος από την Σπάρτη με 500 μισθοφόρους , ο οποίος τη βρήκε σε άθλια κατάσταση. Οι μισθοφόροι του Πεδάριτου διώχθηκαν από τους Αθηναίους οι οποίοι σκότωσαν και τον ίδιο τον Πεδάριτο. Στη συνέχεια οι Αθηναίοι πολιόρκησαν την πόλη της Χίου και έπεσε μεγάλος λιμός. Η σύμμαχος της Χίου Σπάρτη δεν απέστειλε τότε κάποια βοήθεια. Έτσι οι Χιώτες αποφάσισαν να εξεγερθούν κατά των Αθηναίων μόνοι τους και επιτέθηκαν εναντίον 32 αθηναϊκών πλοίων με 36 δικά τους με αποτέλεσμα τη νίκη των Χιωτών.
Το 405 π.Χ. η συμβολή του χιώτικου ναυτικού στη ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς, ήταν σημαντική, αφού έκρινε τον πόλεμο και σηματοδότησε το τέλος της ενδοξότερης περιόδου της Αθήνας. Οι αρχηγοί του Χιακού στόλου τιμήθηκαν με αγάλματα από το Λύσανδρο και τους συνεργάτες του. Ο Ισοκράτης σχολιάζοντας τα γεγονότα λέει επιγραμματικά: «για τη Χίο θα έλεγα ότι σε όποιον από τους δύο αντιπάλους προστεθεί, αυτός θα υπερίσχυε στη θάλασσα». Η φράση αυτή δείχνει το σημαντικό ρόλο της Χίου εκείνη την εποχή.
Η Χίος τα επόμενα χρόνια έμεινε στη συμμαχία της Σπάρτης και τη βοηθούσε με το στόλο της, ως το τέλος του πολέμου(404 π.Χ.).

Η Χίος υπό την ηγεμονία της Σπάρτης

Μετά την κατάρρευση της Αθήνας, η Χίος πέρασε στην ηγεμονία της Σπάρτης και πολύ γρήγορα διαπίστωσε ότι οι Σπαρτιάτες ήταν χειρότεροι από τους Αθηναίους. Ενώ αρχικά διακήρυτταν ότι μάχονταν για την ελευθερία των Ελληνικών πόλεων , κατέλυσαν τα δημοκρατικά πολιτεύματα και παρέδωσαν την εξουσία σε τοπικές δεκαρχίες από άτομα αφοσιωμένα στη Σπάρτη και έβαλαν στρατιωτικές φρουρές με σπαρτιάτη διοικητή(αρμοστή). Επίσης οι Σπαρτιάτες απέσπασαν όλες τις τριήρεις από τα νεώρια , γκρέμισαν τα τείχη της πόλης και εξόρισαν πολλούς Χιώτες πολίτες. Ήταν ολοφάνερο ότι η ηγεμονία της Σπάρτης ήταν κατά πολύ χειρότερη των Αθηνών και ήταν φυσιολογική η επιθυμία των Χιωτών για εξέγερση εναντίον των Σπαρτιατών.
Το αποφασιστικό πλήγμα κατά της Σπάρτης δόθηκε από τον Αθηναίο ναύαρχο Κόνωνα και τον Πέρση σατράπη Φαρνάβαζο, οι οποίοι οργάνωσαν ισχυρό στόλο και νίκησαν τους Σπαρτιάτες στην ναυμαχία της Κνίδου το 394 π.Χ.. Έτσι άρχισαν να αποσύρονται οι Σπαρτιατικές φρουρές από τις Ιωνικές πόλεις και από τη Χίο , η οποία ανάκτησε την αυτονομία της.

Β’ Αθηναϊκή συμμαχία (377 π.Χ.) – Συμμαχία με τους Θηβαίους

Λόγω του επικείμενου κινδύνου των νησιών και των πόλεων της Μικράς Ασίας από τους Πέρσες βάσει της Ανταλκιδείου ειρήνης, οι Χιώτες έστειλαν αντιπροσώπους στην Αθήνα για τη σύναψη συμμαχίας. Οι Αθηναίοι αποδέχθηκαν την πρόταση των Χιωτών κι έτσι η Χίος μπήκε στη Β’ Αθηναϊκή συμμαχία(377 π.Χ.). Το κείμενο της συνθήκης εξασφάλιζε με την πείρα του παρελθόντος την ελευθερία και την αυτονομία των συμμάχων και αποτέλεσε πρότυπο στις συνθήκες που σύναψαν οι άλλες πόλεις με τους Αθηναίους. Με τη βοήθεια της Χίου , όπως και των άλλων συμμάχων, η Αθήνα ξανακέρδισε την κυριαρχία στο Αιγαίο.
Μετά τη νίκη των Θηβών στα Λεύκτρα(371 π.Χ.) ο Επαμεινώνδας παρακινούσε τα νησιά Ρόδο και Χίο που διέθεταν ισχυρότατο ναυτικό να τον βοηθήσουν. Οι νησιώτες που ήταν δυσαρεστημένοι από τους Αθηναίους αποδέχθηκαν την πρόταση για βοήθεια. Η πρώτη ναυτική επιτυχία του Επαμεινώνδα έγινε σε ναυμαχία έξω από το λιμάνι της Χίου, όπου εκεί νίκησε τον Αθηναϊκό στόλο. Αυτό όμως δεν είχε συνέχεια και αργότερα έπεσε μαχόμενος στη μάχη της Μαντινείας (362 π.Χ.). Τότε η Χίος επανήλθε στην Αθηναϊκή συμμαχία.

Συμμαχικός πόλεμος – σχέση Χίου και Φίλιππου Β’

Μετά από περίπου 5 χρόνια, η Χίος εξεγέρθηκε κατά των Αθηνών , μαζί με τη Ρόδο, την Κω και αργότερα το Βυζάντιο. Αυτή η εξέγερση ονομάστηκε Συμμαχικός Πόλεμος(357 -355 π.Χ.). Υποκινητής της εξέγερσης ήταν ο Μαύσωλος , ο οποίος ήθελε να επεκτείνει τις κατακτήσεις του και στα νησιά. Οι Αθηναίοι έστειλαν 60 τριήρεις με στρατηγούς το Χάρητα και το Χαβρία εναντίον της Χίου. Αυτό το γεγονός μας δείχνει για ακόμα μια φορά τη σημασία που έδιναν οι Αθηναίοι στην υποταγή της μεγαλύτερης ναυτικής δύναμης των νησιών, της Χίου. Οι σύμμαχοι βοήθησαν τους Χιώτες και κατάφεραν να νικήσουν τους Αθηναίους σε ναυμαχία έξω από το λιμάνι της Χίου, όπου σκοτώθηκε και ο στρατηγός Χαβρίας. Οι Αθηναίοι αποχώρησαν και έτσι η Χίος γλίτωσε απ’ τους Αθηναίους χάρη στη βοήθεια των συμμάχων της και τη γενναιότητα των ανδρών της.
Περί το 351 π.Χ. η Χίος αναφέρεται σαν να καταλήφθηκε από τους Κάρες. Τα καρικά νομίσματα που βρέθηκαν στη Χίο μας δείχνουν τις σχέσεις που είχε η Χίος με την Καρία. Δε γνωρίζουμε ακριβώς μέχρι πότε η Χίος παρέμεινε στους Κάρες , υποθέτουμε όμως ότι το 340 π.Χ. απέκτησε την αυτονομία της , γιατί έσπευσε να βοηθήσει το Βυζάντιο, όταν επιτέθηκε εναντίον του ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Β’. Η εμφάνιση του συμμαχικού στόλου υποχρέωσε το Φίλιππο να λύσει την πολιορκία του Βυζαντίου και να στραφεί προς άλλες περιοχές. Στις επιχειρήσεις του Βυζαντίου ήταν η τελευταία φορά που η Χίος πολέμησε μαζί με τους Αθηναίους.

Ο Μ. Αλέξανδρος και η Χίος

Την άνοιξη του 334 π.Χ. που ξεκινούσε ο Αλέξανδρος από την Πέλλα με σκοπό την κατάκτηση της Περσικής αυτοκρατορίας , στη Χίο την εξουσία κατείχε ολιγαρχία που είχε επιβάλει η Περσία. Γι’ αυτό, μετά τη νίκη των Μακεδόνων στο Γρανικό , ο Αλέξανδρος έστειλε το στρατηγό Αλκίμαχο για να διώξει τις φιλοπερσικές ολιγαρχίες από τα νησιά και να τις αντικαταστήσει με δημοκρατικά πολιτεύματα. Ο Αλέξανδρος, μετά την εκδίωξη των Περσών από τη Χίο , έστειλε δύο σημαντικότατες επιστολές(332 π.Χ.). Η πρώτη επιστολή αναφέρει: 1)να δεχθούν όλους τους εξόριστους, να καθιερώσουν δημοκρατικό πολίτευμα , να εκλέξουν νομογράφους, να διορθώσουν τους νόμους τους, 2) να δώσουν στον Αλέξανδρο 20 τριήρεις και να τις συντηρούν με δικά τους έξοδα, 3)να μη γίνονται δεκτοί στις πόλεις της συμμαχίας όσοι προδότες εγκαταλείψουν τη Χίο, 4)αν προκύψουν διαφωνίες με τους εξόριστους να επιλύονται από τον Αλέξανδρο και 5)να παραμείνει Μακεδονική φρουρά στο νησί και να συντηρείται με έξοδα των Χιωτών. Από την επιστολή καταλαβαίνουμε ότι ήδη η Χίος ανήκε στην Κορινθιακή συμμαχία. Η δεύτερη επιστολή αναφέρει ότι, όσοι προδότες δεν καταβάλουν το πρόστιμο που όρισε ο δήμος, θα πρέπει να τεθούν υπό εγγύηση και να αλυσοδεθούν. Ακόμη, αν κάποιος αποδράσει, το προβλεπόμενο πρόστιμο να δίνεται από τους εγγυητές του. Επίσης κανένας Χιώτης να μην προσαχθεί σε δίκη με την κατηγορία του ‘Βαρβαρισμού’. Η επιστολή καταλήγει ότι, αν οι Χιώτες συμμορφωθούν στις υποδείξεις του Αλέξανδρου , θα τους εξυπηρετεί στο μέλλον.
Στη Χίο υπήρχε ισχυρό φιλομακεδονικό κόμμα, του οποίου φορείς ήταν δημοκρατικοί πολίτες , ενώ η ολιγαρχία υποστήριζε την Περσία. Ο Αλέξανδρος έδειξε ενδιαφέρον για τη Χίο και σύναψε προσωπικές φιλίες με επιφανείς Χιώτες πολίτες(όπως τον Θεόπομπο). Η Χίος κράτησε φιλομακεδονική στάση από την αρχή της εκστρατείας της Μακεδονίας κατά των Περσών και τάχθηκε στο πλευρό τους.

Ελληνιστικοί χρόνοι

Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου(323 π.Χ.) η τύχη της Ιωνίας και της Χίου περιήλθε διαδοχικά υπό την εξουσία του Μακεδόνα Βασιλιά Αντιγόνου του Μονόφθαλμου, του Μακεδόνα στρατηγού Λυσίμαχου, των Πτολεμαίων και των βασιλιάδων της Περγάμου. Μετά τη διάλυση της Κορινθιακής συμμαχίας η Χίος δεν ανήκε πλέον σε κανένα συνασπισμό, οπότε, όταν ο Αντίγονος νίκησε τον Μακεδόνα στρατηγό Κλείτο, η Χίος περιήλθε στη σφαίρα επιρροής του και έγινε μέλος του Ιωνικού Κοινού. Μετά το θάνατο του 80χρονου Αντιγόνου στη μάχη της Ιψού(301 π.Χ.) η Χίος θα περιέλθει στο Λυσίμαχο , όπως και άλλες Μικρασιατικές πόλεις. Στον Λυσίμαχο παρέμεινε η Χίος μέχρι τη μάχη του Κουροπέδιου της Λυδίας το 281 π.Χ., όπου ο Λυσίμαχος νικήθηκε και σκοτώθηκε.
Από το 276 π.Χ. ο Χίος περιήλθε στο βασίλειο των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Χαρακτηριστική μαρτυρία βλέπουμε σε επιγραφή που αναφέρει «υπέρ βασιλέως Πτολεμαίου καί Βασιλίσσης Αρσινόης». Από τα μέσα του Γ’ αιώνα π.Χ. φαίνεται η Χίος να ανακτά την αυτονομία της και να συνάπτει διπλωματικές σχέσεις με τους Αιτωλούς, οι οποίοι νίκησαν τους Γαλάτες στους Δελφούς και κατέλαβαν το Πανελλήνιο ιερό των Δελφών , το οποίο και κράτησαν μέχρι την υποταγή τους στους Ρωμαίους το 179 π.Χ. Σε ανάμνηση της νίκης τους οι Αιτωλοί καθιέρωσαν αγώνες, τα Σωτήρια , τα οποία μετά από πρόταση των Αιτωλών αναγνωρίστηκαν σαν Πανελλήνια. Οι Χιώτες όχι μόνο αποδέχθηκαν το αίτημα των Αιτωλών για αναγνώριση των αγώνων , αλλά και τους συγχαίρουν για τη γενναιότητα τους κατά των βαρβάρων(Γαλάτες). Η Χίος βέβαια προχώρησε σε σύναψη σχέσης με τους Αιτωλούς , γιατί έτσι εξασφάλισε την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας της από επιδρομές ληστών και πειρατών.
Πολλοί Χιώτες εξόριστοι επιδόθηκαν στην πειρατεία και έκαναν επιδρομές κατά των παραλίων της Χίου , όπως και ολόκληρης της Ιωνίας. Ενδεικτικό της εποχής οι πύργοι που ανεγέρθηκαν σε διάφορες περιοχές για την προστασία των κατοίκων από τους πειρατές.
Από το 241 – 197 π.Χ. με βασιλιά τον Άτταλο η Πέργαμος αναδείχθηκε σε μεγάλη Μικρασιατική δύναμη. Ο βασιλιάς Άτταλος για να κερδίσει την συμπάθεια των Ελλήνων, διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά. Μεταξύ των πόλεων που προσέφερε χρηματικά δώρα ήταν και η Χίος.
Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους η Χίος δεν ανέδειξε αξιόλογους ποιητές , σε αντίθεση ανέδειξε τρεις φιλοσόφους , τον ακαδημαϊκό Απελλή και τους στωικούς Θεόδωρο και Αρίστωνα τον Σειρήνα (ο οποίος άνοιξε στους Κυνόσαργες των Αθηνών δική του σχολή και ανέδειξε πολλούς μαθητές που ονομάστηκαν Αριστώνιοι). Επίσης την περίοδο εκείνη φημιζόταν για τη μαγειρική του τέχνη ο Σιμωνακτίδης ο Χίος , όπως και ένας από τους επτά καλύτερους μαγείρους του Γ’ π.Χ. αιώνα, ο οποίος διακρίθηκε στο μαγείρεμα του γόγγρου(το ψάρι μουγκρί). Ακόμη η περίοδος αυτή ανέδειξε και μεγάλους γλύπτες, όπως ο Λυσίας, γιος του Περίανδρου, ο Μένιππος και ο γιος του Ζηνόδοτος . Εκείνη την εποχή άλλοι σημαντικοί άνδρες της Χίου ήταν ο γεωγράφος Σκύμνος και ο γεωπόνος Αγαθοκλής, του οποίου το σύγγραμμα ‘περί γεωργίας’ χρησιμοποιήθηκε και από Ρωμαίους συγγραφείς.

Χίος και Ρώμη (192 π.Χ. – 3ο μ.Χ. αιώνα)

Κατά τους Μακεδονικούς πολέμους η Χίος πολιορκήθηκε στενά από τον Φίλιππο , ο οποίος όμως δεν κατάφερε να την κυριεύσει. Ακολούθησε μεγάλη ναυμαχία έξω από τη Χίο όπου ο συμμαχικός στόλος(Χίος, Ρόδος , Πέργαμος, Βυζάντιο) νίκησε το Μακεδονικό. Η Χίος από την αρχή του Αντιοχικού πολέμου (192-180 π.Χ.) είχε φιλορωμαϊκή στάση. Έτσι όταν το 191 π.Χ. εμφανίστηκε ο ρωμαϊκός στόλος στα Μικρασιατικά παράλια με επικεφαλής τον C. Livius Salinator , χρησιμοποίησε τη Χίο για ανεφοδιασμό(από το λιμάνι των Φανών και μετά της Χίου). Μετά τις ναυμαχίες του Κωρυκίου και της Νυοννήσου ο ρωμαϊκός στόλος αγκυροβόλησε στη Χίο για την επισκευή την ζημιών που είχαν τα πλοία του. Αυτό μας δείχνει ότι η Χίος είχε και αξιόπιστα νεώρια. Η φιλορωμαϊκή στάση της Χίου εξόργισε τον Αντίοχο Γ΄τον Μέγα , βασιλιά του κράτους των Σελευκιδών και έστειλε 15 πειρατικά πλοία με αρχηγό τον πειρατή Νίκανδρο. Οι πειρατές λεηλάτησαν τα παράλια της Χίου και αποκόμισαν σπουδαία λάφυρα. Οι ρωμαίοι ευνόησαν ιδιαίτερα τη Χίο μετά το τέλος του πολέμου(συνθήκη της Απάμειας 188 π.Χ.), ανακηρύσσοντάς την ελεύθερη και αφορολόγητη.
Το 86 π.Χ. η Χίος έπεσε στην κατοχή των ποντιακών δυνάμεων και του Βασιλιά τους Μιθριδάτη. Ο βασιλιάς ενοχλημένος σφοδρά από τη φιλορωμαϊκή στάση των Χιωτών απαίτησε να του δώσουν πρόστιμο 2000 τάλαντα. Οι Χιώτες για να συγκεντρώσουν το υπέρογκο αυτό ποσό, αναγκάστηκαν να παραδώσουν τα κοσμήματα των γυναικών και να απογυμνώσουν τους ναούς. Στη συνέχεια οι Ποντιακές δυνάμεις , αφού έκαναν τεράστιες καταστροφές στο νησί, υποχρέωσαν τους Χιώτες να επιβιβαστούν σε πλοία και τους μετέφεραν στην Κολχίδα του Εύξεινου πόντου. Στη Χίο ο Μιθριδάτης εγκατέστησε Πόντιους αποίκους και μετονόμασε τη Χίο σε Βερενίκη, προς τιμή της γυναίκας του. Ένα χρόνο αργότερα, το 85 π.Χ. ο ρωμαϊκός στόλος με επικεφαλής τον Λεύκιο Λούκουλλο εκδίωξε από τη Χίο τις Ποντιακές δυνάμεις και με τη συνθήκη του Δαρδάνου ελευθερώθηκαν και όλοι οι Χιώτες και επέστρεψαν στο νησί. Η Χίος ξανάγινε από τους ρωμαίους ελεύθερη και αυτόνομη. Επίσης ορίστηκε ότι οι ρωμαίοι που μένουν στη Χίο θα δικάζονταν από τοπικά δικαστήρια και όφειλαν να υπακούουν στους χιώτικους νόμους.
Πολλοί ρωμαίοι επιχειρηματίες εγκαταστάθηκαν στη Χίο εκείνη την περίοδο. Το εξαιρετικό κλίμα του νησιού, η γεωγραφική του θέση, η εμπορική και ναυτική ανάπτυξή του προσέλκυσαν πολλούς ρωμαίους να μετοικήσουν στη Χίο. Πολλοί ασχολήθηκαν με το εμπόριο , άλλοι πάλι με τη γεωργία και συγκεκριμένα με την αμπελουργία. Χαρακτηριστική περίπτωση ρωμαίου επιχειρηματία που έζησε τον Α’ π.Χ. αιώνα ήταν ο Λεύκιος Νάσιος , που αναδείχθηκε σε μεγάλο ευεργέτη της Χίου. Έφτιαξε εξέδρα στο πρεσβυτικόν και χορήγησε 12000 δραχμές στο δήμο για οικονομική ενίσχυση. Γι’ αυτό και οι Χιώτες του έφτιαξαν ανδριάντα.
Παρά την αυτονομία της Χίου , οι νίκες των Ρωμαίων στη Μικρά Ασία , έκαναν ορισμένους ρωμαίους άρχοντες άπληστους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Γάϊος Ουέρης , πρεσβευτής της Κιλικίας που το 80 π.Χ. έκλεψε από την πόλη της Χίου και από το ιερό του Φαναίου Απόλλωνος τα ωραιότερα καλλιτεχνήματά του. Γύρω στο 80 π.Χ. επισκέφτηκε τη Χίο ο Κικέρωνας και το 12 μ.Χ. ο Ηρώδης ο Μεγάλος.
Κατά τους εμφύλιους των ρωμαίων και συγκεκριμένα στη σύγκρουση Γναίου Πομπηίου και Ιουλίου Καίσαρα(48 π.Χ.), η Χίος βοήθησε τον πρώτο , στέλνοντας πολεμικά πλοία . Έτσι οι Χιώτες έδειξαν την ευγνωμοσύνη τους προς τον Γναίο Πομπηίο , επειδή τους είχε απαλλάξει από τους πειρατές.
Κατά τη βασιλεία του Αυγούστου (31 π.Χ. – 14 μ.Χ.) καθιερώθηκε η αυτοκρατορική λατρεία. Τα πρώτα έτη της βασιλείας του Αυγούστου έγινε καταστροφικός σεισμός, ο οποίος προκάλεσε τεράστιες ζημιές στο νησί. Γι’ αυτό και οι Χιώτες αποτάθηκαν στον αυτοκράτορα για οικονομική βοήθεια, ο οποίος ανταποκρίθηκε θετικά.
Κατά τους πρώιμους αυτοκρατορικούς χρόνους η Χίος έπεσε σε οικονομική παρακμή. Για περισσότερα από εβδομήντα χρόνια τα δημόσια κτίριά της παρέμειναν ερειπωμένα και το νησί αδυνατούσε να πληρώσει τις φορολογικές του υποχρεώσεις στους ρωμαίους. Στην παρακμή της Χίου συνετέλεσε και η μεταρρύθμιση του Αυγούστου που απαγόρευε στις ελεύθερες πόλεις να κόβουν αργυρά και χρυσά νομίσματα. Αυτό είχε αντίκτυπο στην εμπορική κίνηση και στη ναυτιλία , τις οποίες έπληξε ανεπανόρθωτα.
Αν προστεθούν οι φοβεροί λοιμοί , που έφεραν οι Ρωμαϊκές λεγεώνες που επέστρεφαν από την ανατολή , αλλά και οι βαρβαρικές επιδρομές των Γότθων (267 μ.Χ.) καταλαβαίνουμε την άσχημη κατάσταση στην οποία περιήλθε το νησί. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα ο συγγραφέας Αίθικος ο Ίστριος αναφέρει ότι η Χίος φημιζόταν για τις φυσικές και τεχνητές καλλονές της , όπως και για τα πλούσια προϊόντα της , ιδιαίτερα την λευκή της μαστίχα. Η μαστίχα χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή φαρμάκων , αλλά και στον αρωματισμό του κρασιού.

Ο πολιούχος της Χίου Άγιος Ισίδωρος

Το 250 μ.Χ. επί αυτοκράτορα Δεκίου, έφτασε στη Χίο ο ρωμαϊκός στόλος με ναύαρχο το Νουμεριανό. Στο στόλο υπηρετούσε ένας νεαρός έλληνας από την Αλεξάνδρεια , που λεγόταν Ισίδωρος. Ο Ισίδωρος ήταν σιτιστής και ένθερμος χριστιανός. Ο Ισίδωρος και ο χριστιανός φίλος του Αμένιος εγκαταστάθηκαν σ’ ένα σπίτι στον Κάμπο. Τα βράδια που προσεύχονταν στο Θεό , λάμψεις και φλόγες κατέβαιναν στη σκεπή του σπιτιού τους από τον ουρανό. Τότε πολλοί από τους γείτονές τους εντυπωσιάστηκαν και πείσθηκαν από τον Ισίδωρο και τον Αμένιο ότι αυτό το φως ήταν θεϊκή επιταγή και βαπτίσθηκαν χριστιανοί. Το γεγονός διαθόθηκε γρήγορα. Έτσι το έμαθε και ο ναύαρχος Νουμεριανός. Κάλεσε τον Ισίδωρο σε απολογία και τον κατηγόρησε ότι δε θυσιάζει στους θεούς . Ο Ισίδωρος μάλλον του απάντησε με προσβλητικό τρόπο και ο Νουμεριανός ζήτησε την αποκεφάλισή του. Οι Ρωμαίοι αφού τον μαστίγωσαν και τον έσυραν δεμένο σε άλογο, τον αποκεφάλισαν στις 14 Μαΐου 250 μ.Χ. Το κεφάλι του Ισίδωρου το βρήκε μια χριστιανή από την Έφεσο, η Μυρόπη, και το έθαψε μαζί με το σώμα του. Οι Χιώτες έχτισαν τον 5ο αιώνα μ.Χ. μια ωραία τρίκλιτη βασιλική , πάνω από τον τάφο του.

Η Χίος τη Βυζαντινή Περίοδο

Από την ίδρυση του Ανατολικού κράτους (328 μ.Χ.) μέχρι το 1346 μ.Χ. που κυριεύθηκε από τους Γενουάτες, η Χίος ήταν Βυζαντινή. Για την εποχή από το 300 μ.Χ. έως το 900 μ.Χ. δυστυχώς δεν υπάρχουν ασφαλείς ιστορικές πηγές. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ζολώτας είναι «χρόνοι ανιστόρητοι». Ο πρώτος αυτοκράτορας του Βυζαντίου , ο Μέγας Κωνσταντίνος απογύμνωσε τη Χίο από κάθε λογής έργο τέχνης, ό,τι βέβαια είχε απομείνει από τους Ρωμαίους. Μετέφερε δηλαδή πολλά χιώτικα έργα τέχνης στην Κωνσταντινούπολη, την νέα πρωτεύουσα του κράτους. Αφαιρέθηκαν από αρχαίους ναούς και από άλλα οικοδομήματα της Χίου , τα ωραιότερα έργα τέχνης(όσα περισώθηκαν από τις αρπαγές των Ρωμαίων, των Γότθων και διαφόρων πειρατών) , για να στολίσουν τη νέα πρωτεύουσα.
Αργότερα , επί βασιλείας του Αυτοκράτορα Θεοδόσιου του Μικρού (403-450 μ.Χ.) άρπαξαν από τη Χίο και τα υπόλοιπα έργα τέχνης , μεταξύ των οποίων ήταν οι τέσσερις επιχρυσωμένοι ίπποι. Αυτοί μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθηκαν πάνω από το κιγκλίδωμα του ιππόδρομου.
Τα χρυσά άλογα της Χίου , έργο Χιώτη καλλιτέχνη περίπου το 200 π.Χ., κόσμησαν και τις αψίδες του Νέρωνα και του Τραϊανού στη Ρώμη. Αργότερα μεταφέρθηκαν στο Παρίσι από το Ναπολέοντα και στόλισαν τα ανάκτορα του Κεραμεικού. Μετά την κατάρρευση του Ναπολέοντα μεταφέρθηκαν στη Βενετία. Σήμερα κοσμούν την κορυφή του καθεδρικού ναού του Σαν Μάρκο στη Βενετία.
Κατά τα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού η Χίος ήταν έρμαιο πειρατικών επιδρομών. Οι Άραβες και οι Σαρακηνοί πειρατές κούρσευαν τα παράλια της Μικρά Ασίας και της Χίου. Αναφέρεται μάλιστα ότι για την καταπολέμηση των πειρατών έστειλαν από την Κωνσταντινούπολη, τον στρατηγό Βελισσάριο. Αυτός λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής βρέθηκε στη Βολισσό. Εκεί έχτισε το κάστρο της Βολισσού και έδωσε και το όνομά του στο χωριό.
Γύρω στο 625 μ.Χ. ο Σύρος πειρατής Μωαβιά, αρχηγός των πειρατών, λεηλάτησε τη Χίο. Επί αυτοκράτορα Κώνστα του Β’ (αναφερόμενος και ώς Πωγώνατος), η Χίος καταστρέφεται πάλι από τους Άραβες πειρατές (657 μ.Χ.). Ο ναός του πολιούχου της Χίου Άγιου Ισιδώρου καταστρέφεται τελείως.
Τα επόμενα χρόνια μέχρι το 900 μ.Χ. η Χίος , όπως και τα γειτονικά της νησιά, δέχονται συνεχείς επιθέσεις από τους Άραβες. Πολλοί Χιώτες αναγκάστηκαν να φύγουν από το νησί και να εγκατασταθούν σε ηπειρωτικούς τόπους , όπως στη Μικρά Ασία, για να σωθούν. Το 900 μ.Χ. περίπου χτίστηκε στη Χίο το Φρούριο, σαν παράλιο οχυρό , για την προστασία της πόλης από τους πειρατές. Από αυτή την περίοδο αρχίζει να ομαλοποιείται η ζωή στο νησί και να ισχυροποιείται η εμπορική και ναυτική του αξία.
Κατά το έτος 1027 μ.Χ. , επί βασιλείας του Κωνσταντίνου του Η’ , στρατηγός(Νομάρχης) της Χίου ήταν ο Βεριβόης. Τότε επιτέθηκαν στη Χίο οι Αγαρηνοί Τούρκοι και την κατέστρεψαν ολοσχερώς. Ο στρατηγός Βεριβόης ζήτησε τη βοήθεια του στρατηγού της Σάμου, Γεώργιου Θεοδωράκου. Ο τελευταίος τον βοήθησε και μαζί κατάφεραν να νικήσουν τους πειρατές Τούρκους και να συλλάβουν 12 πλοία τους με το πλήρωμά τους.
Τα τελευταία χρόνια της 11ης εκατονταετηρίδας αρχίζει η ιστορία του μέσου αιώνα της Χίου. Εκείνη την εποχή ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Αλέξιος Κομνηνός, ήταν απασχολημένος με τον πόλεμο κατά των Σκυθών και των Πατσινάκων. Έτσι βρήκε ευκαιρία ο Τούρκος αντάρτης Τζαχάς να μαζέψει 40 πλοία , να τα επανδρώσει με έμπειρους πολεμιστές και να κυριεύσει την Φωκαία, τις Κλαζομενές, τη Μυτιλήνη και τη Χίο(1093 μ.Χ.). Ο αυτοκράτορας Αλέξιος μόλις έμαθε το γεγονός, έστειλε αρκετά μεγάλο στόλο με στρατηγό το Νικήτα Κασταμονίτη. Στη μάχη εναντίον των Τούρκων του Τζαχά, ο Κασταμονίτης ηττήθηκε και έχασε και πολλά πλοία.
Ο αυτοκράτορας Αλέξιος μόλις πληροφορήθηκε την ήττα του Κασταμονίτη, συνέταξε άλλο στόλο με στρατηγό τον Κωνσταντίνο Δαλασσηνό, ο οποίος ήταν μαχητικότατος άνδρας. Ο Δαλασσηνός , όταν έφτασε στη Χίο, αποφάσισε να πολιορκήσει το φρούριο της πόλης , πριν γυρίσει από τη Σμύρνη που βρισκόταν ο Τζαχάς. Καταστρέφει το μεταξύ των δυο πύργων τείχος και τρομοκρατεί τους Τούρκους. Ο Δαλασσηνός εμπόδισε τους στρατιώτες του να λεηλατήσουν τα λάφυρα. Έτσι οι Τούρκοι ωφελήθηκαν από την απραξία του Δαλασσηνού, ανοικοδόμησαν νέο τείχος και το κάλυψαν με σκληρά σκεπάσματα για να το προστατεύσουν από τις εκσφενδονισμένες πέτρες , περιμένοντας βοήθεια από τον Τζαχά. Εκείνος εξόπλισε στόλο με 8000 Τούρκους και έπλευσε κατά της Χίου. Μόλις το έμαθε ο Δαλασσηνός , πρόσταξε το ναύαρχο του στόλου του, Ώπο, να χτυπήσει τον Τζαχά στη Θάλασσα. Ο Τζαχάς είχε δέσει όλα του τα πλοία , δημιουργώντας μια τεράστια αλυσίδα , που δεν μπορούσε κανείς να την περάσει ούτε να τη διασπάσει. Ο ναύαρχος Ώπος φοβήθηκε τη διάταξη των εχθρικών πλοίων και επέστρεψε στη Χίο. Ο Τζαχάς στη συνέχεια αποβίβασε το στρατό του κοντά στα τείχη του φρουρίου. Ο Δαλασσηνός έσκαψε διώρυγα και έκρυψε εκεί τους στρατιώτες του. Ο Τζαχάς διέταξε τους Τούρκους και λίγους ιππείς να επιτεθούν κατά των βυζαντινών. Οι Λατίνοι , οι οποίοι αποτελούσαν μέρος του Βυζαντινού στρατού όρμησαν κατά των Τούρκων , αλλά οι περισσότεροι σκοτώθηκαν . Όσοι απέμειναν τράπηκαν σε φυγή και ανέβηκαν στα πλοία για να φύγουν. Οι Βυζαντινοί βλέποντας τη φυγή των Λατίνων – Κελτών οπισθοδρόμησαν μέσα στα τείχη. Ο Τζαχάς χωρίς πλέον κανένα εμπόδιο προχώρησε και κυρίευσε μερικά πλοία και έστειλε ανθρώπους στο Δαλασσηνό για σύναψη ειρήνης , επειδή έβλεπε ότι δύσκολα θα κέρδιζε τους βυζαντινούς. Στη συνάντηση που είχαν ο Τζαχάς με το Δαλασσηνό την επόμενη μέρα, ο Τζαχάς ανέφερε ότι για να αποσυρθεί από τα νησιά που έχει καταλάβει πρέπει ο αυτοκράτορας Αλέξιος να του ξαναδώσει τα προνόμια που είχε επί αυτοκράτορα Νικηφόρου. Ο Δαλασσηνός του απάντησε ότι δεν τον εμπιστεύεται και ούτε εκείνος μπορεί να του δώσει λύση στα προβλήματά του χωρίς τη συγκατάθεση του αυτοκράτορα. Στο μεταξύ ερχόταν βοήθεια με πολυάριθμο στρατό με τον Δούκα Ιωάννη. Ο πανούργος Τζαχάς απέπλευσε προς τη Σμύρνη για να ανασυνταχθεί. Ο Δαλασσηνός αυτή τη φορά κινήθηκε γρήγορα , νίκησε τους Τούρκους και κυρίευσε το φρούριο. Στη συνέχεια κινήθηκε να ελευθερώσει τη Μυτιλήνη , αφού προηγουμένως ασφάλισε τη Χίο με μεγάλη φρουρά. Ο Τζαχάς προσκλήθηκε από το Σουλτάνο Κλίτζ Αρσλάν σε συμπόσιο, ο οποίος τον σκότωσε.
Το 1124 μ.Χ. επί αυτοκρατορίας του Ιωάννη Κομνηνού, ο ναύαρχος του ενετικού στόλου Δομίνικος Μικέλης, επιστρέφοντας από την Τύρο κυρίευσε τις Κυκλάδες και τη Χίο, υποδούλωσε άνδρες και γυναίκες και λεηλάτησε τα νησιά. Αργότερα επανήλθε στη Βενετία. Τότε έκλεψαν και το σώμα του Αγίου Ισιδώρου , χωρίς το κεφάλι του, το οποίο μετέφεραν στο ναό του Αγίου Μάρκου. Μετά από 500 χρόνια κάποιος Έλληνας μετέφερε και το κεφάλι του στη Βενετία. Για την πράξη του αυτή ανταμείφθηκε ανάλογα.
Το 1171 μ.Χ. έπεσε μεγάλη πανώλη στη Χίο και θέρισε τους κατοίκους. Οι Ενετοί δεν είχαν πλέον ναύτες(οι περισσότεροι πέθαναν από την επιδημία) για να κυβερνήσουν τα πλοία τους και τα έκαψαν για να μην πέσουν στα χέρια των Ελλήνων. Αναγκάστηκαν έτσι να φύγουν από το νησί , διασώζοντας μόνο 17 πλοία και επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
Το 1204 μ.Χ. , μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, το βασίλειο του Βυζαντίου μοιράστηκε σε 2 έθνη , το ένα πήραν οι Φράγκοι(Γάλλοι) και το άλλο οι Ενετοί. Η Χίος περιήλθε στους Ενετούς. Το 1235 μ.Χ. προσπάθησε ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Δούκας Βατάτσης να διώξει τους Λατίνους και έστειλε στόλο και κυρίευσε τα νησιά Χίο και Λέσβο. Δυστυχώς η ανάκτηση του νησιού υπήρξε πρόσκαιρη. Το 1261 μ.Χ. , μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Θ’ Παλαιολόγος σε αντάλλαγμα της υποστήριξης του από τους Γενουάτες, τους έδωσε προνόμιο να ιδρύσουν επίσημο εμπορικό σταθμό και τους δώρισε γαίες και κτήματα. Ο αυτοκράτορας ένωσε τα 2/3 των κατακτημένων χωρών στο κράτος του και το 1/3 το μοίρασε στους διαφόρους αρχηγούς.
Γύρω στο 1300 μ.Χ. η Χίος υπέφερε από τις Τουρκικές πειρατικές επιδρομές. Ο ιστορικός Παχυμέρης γράφει ότι επί έξι μήνες κατέστρεφαν οι βάρβαροι τη Χίο. Το 1301-1302 μ.Χ. 30 Τουρκικά πλοία ερήμωσαν το νησί. Οι περισσότεροι κάτοικοί του χάθηκαν , εκτός από λίγους που κρύφτηκαν στο φρούριο. Αρκετοί Χιώτες επίσης κατάφεραν να διαφύγουν με 40 πλοία , με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Πλέοντας όμως προς τη Σκύρο ναυάγησαν και χάθηκαν όλοι. Η ερήμωση και η καταστροφή του νησιού ολοκληρώθηκε το 1303 μ.Χ. από τους Καταλανούς πειρατές , που είχαν αρχηγό τους τον Κοντοτιέρο Ρογήγο Ντε Φλόρ. Οι Καταλανοί πειρατές έμειναν όλο το χειμώνα του 1303 μ.Χ. στη Χίο και συγκρούονταν με τους Τούρκους πειρατές. Μάλιστα στη μεγάλη επιδρομή που έκαναν οι Τούρκοι το 1304 μ.Χ. έσφαξαν εκτός από τους Χιώτες και τους Καταλανούς φρουρούς.
Λόγω της κακής κατάστασης που βρίσκονταν τα νησιά εκείνη την εποχή με τους πειρατές, ο Γενουάτης διοικητής της Φωκαίας Μπενεντέτο Τζακαρία πρότεινε στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο να του παραχωρήσει τη Χίο. Ο αυτοκράτορας δεν του απάντησε και τότε ο Τζακαρία κατέλαβε αυθαίρετα τη Χίο(1304 μ.Χ.). Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος αναγκάστηκε τελικά να παραχωρήσει τη Χίο στον Τζακαρία για περίοδο δέκα χρόνων, υπό τον όρο πως θα κυματίζει η αυτοκρατορική σημαία και οι Γενουάτες να δίνουν άνδρες τους κάθε χρόνο στον αυτοκρατορικό στόλο. Έτσι ο Τζακαρία έγινε κυρίαρχος του νησιού , έδιωξε τους πειρατές, έκτισε τα κατεστραμμένα σπίτια, κατασκεύασε στην πόλη οχυρά και έκανε εμπόριο μαστίχας. Όταν πέθανε ο Τζακαρία το 1307 μ.Χ., τον διαδέχθηκε ο πρωτότοκος γιος του Παλαιολόγος , ο οποίος αποκόμισε από το νησί τεράστια πλούτη μέχρι το 1314 μ.Χ. Τον Παλαιολόγο διαδέχθηκαν τα δυο αδέρφια του Μαρτίνος και Μπενεντέτο ο Β’ , που εκτός από τη Χίο κληρονόμησαν και την πονηριά του πατέρα τους. Έτσι κορόιδευαν κάθε φορά το βασιλιά και έπαιρναν δέκα επιπλέον χρόνια εξουσίας της Χίου. Το 1329 μ.Χ. ο Μπενεντέτο ο Β’ λόγω των οικονομικών διαφωνιών που είχε με τον αδερφό του, ζήτησε τη βοήθεια του αυτοκράτορα Ανδρόνικου για να πολεμήσει τον αδερφό του. Ο αυτοκράτορας δέχθηκε και του έστειλε 105 μεγάλα πλοία το φθινόπωρο του 1329 μ.Χ. Ο Μαρτίνος φοβήθηκε και έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση του Βασιλιά. Τότε ο βασιλιάς έδωσε το δικαίωμα στο Μαρτίνο να φύγει με την οικογένειά του από τη Χίο. Ο Μπενεντέτο ο Β’ μετά από οικονομικές διαφωνίες που είχε με το Βασιλιά Ανδρόνικο, έχασε την εξουσία που είχε και αργότερα πέθανε από επιληψία. Έτσι το 1329 μ.Χ. η Χίος ελευθερώθηκε από τους Τζακαρία, δυστυχώς όχι για πολλά χρόνια.

Οι Γενουάτες στο Αιγαίο

Η παρουσία των Γενουατών στο Αιγαίο μετά την τέταρτη σταυροφορία του 1204. Οι Γενουατικές κατακτήσεις στην Ανατολή και ο ρόλος των Βυζαντινών στην εγκατάσταση αυτών των αποικιών στην ευρύτερη περιοχή.

Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Λατίνους της τέταρτης σταυροφορίας, η Δημοκρατία της Γένουας γνώρισε μια σημαντική ήττα σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο. Η κυριαρχία της Βενετίας ενδυναμώθηκε στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου από το γεγονός ότι πρώην περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αλλά και θαλάσσιες οδοί περιήλθαν στην κυριαρχία της Γαληνότατης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου. Η Βενετία δημιούργησε αποικίες και εμπορικά κέντρα στρατηγικής σημασίας όπως η Κρήτη και η Νάξος, που την διευκόλυναν σε μεγάλο βαθμό στην επικράτηση έναντι των παραδοσιακών αντιπάλων και ανταγωνιστών της στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε αντίθεση με τους Βενετούς, οι Γενουάτες εκδιώχθηκαν από Ρωμανία (Βυζαντινή Αυτοκρατορία) χάνοντας τα εμπορικά τους κέντρα και κυρίως το Πέραν που τους είχε παραχωρηθεί μαζί με εμπορικά προνόμια από τους τελευταίους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες. Η Γένοβα προσπάθησε να αμφισβητήσει τη Βενετική επικράτηση στην ευρύτερη περιοχή με μια σειρά στρατιωτικών αποστολών στην Κέρκυρα και στην Κρήτη, οι οποίες οργανώθηκαν από τον Λέοντα Βετράνο και τον Ερρίκο Πεσκατόρε αντιστοίχως. Μέχρι το τέλος του 1218 και τη συνθήκη που υπογράφτηκε τον ίδιο χρόνο, η Γένοβα είχε καταφέρει να ανακτήσει τα δικαιώματα στην Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης.

Ωστόσο, η παρουσία και η ηγεμονία της Βενετίας στην περιοχή, υποβοηθούμενη από την πολιτική κατάσταση στη νεοσύστατη Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης (μετά την Δ’ Σταυροφορία το 1204), είχε ήδη αναστείλει τις εμπορικές δραστηριότητες των Γενουατών που είχαν χάσει έδαφος στο ναυτικό ανταγωνισμό και στον αγώνα επικράτησης στο Αιγαίο. Οι Γενουάτες προσπάθησαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου- τα εναπομείναντα κέντρα Βυζαντινής εξουσίας- και κατόρθωσαν τελικά με τη συνδρομή του Ιωάννη Βατατζή να κατακτήσουν τη Ρόδο, ένα κορυφαίας σημασίας λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου. Η συνθήκη του Νυμφαίου και οι παραχωρήσεις του Μιχαήλ Παλαιολόγου του Η’ επανέφεραν τους Γενουάτες στην περιοχή παρότι οι Βυζαντινές δεσμεύσεις έναντι των Γενουατών δεν τηρήθηκαν στο ακέραιο. Η συμφωνία των δυο πλευρών περιείχε τον όρο ότι οι υπό ανακατάληψη περιοχές στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Κασσάνδρια, την Κρήτη, την Εύβοια, τη Χίο και τη Μυτιλήνη θα αποδίδονταν στο Βασιλέα και Αυτοκράτορα των Ρωμαίων.

Μέχρι το τέλος του πρώτου μισού του 14ου αιώνα, ο ανταγωνισμός για τη διαίρεση των ζωνών επιρροής στο Αιγαίο μεταξύ Βενετίας και Γένοβας είχε κορυφωθεί. Οι Βένετοί επικρατούσαν στις θαλάσσιες οδούς μέχρι τα στενά των Δαρδανελίων, στις Δαλματικές ακτές και στα Ιόνια νησιά. Σε αντιπαράθεση, οι Γενουάτες είχαν υπό την κυριαρχία τους τον έλεγχο των Ανατολικών ακτών και νησιών του Αιγαίου, που αποτελούσαν μια εναλλακτική δίοδο για πρόσβαση στην Κωνσταντινούπολη και τα εμπορικά κέντρα της ευρύτερης περιοχής της Ανατολίας. Έτσι άρχισε να παγιώνεται η παρουσία των Γενουατών στο Ανατολικό Αιγαίο. Η επικράτηση της Γένουας στην περιοχή διευκολύνθηκε από την πολιτική και στρατιωτική ανικανότητα των Βυζαντινών, οι οποίοι επέδειξαν ανοχή στην παρουσία των Λατίνων στη Βαλκανική και στις Δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας, που μέχρι πρότινος αποτελούσαν αδιαπραγμάτευτες Βυζαντινές επαρχίες. Η συνύπαρξη Λατίνων και Ελλήνων, μπορεί να χαρακτηριστεί με τα νέα δεδομένα της εποχής ως αναπόφευκτη, δοθέντος ότι ο άμεσος στόχος των Βυζαντινών ήταν η πολιτική τους επιβίωση, που προέκυψε ως ανάγκη μετά την παρακμή μεταξύ του 11ου και 13ου αιώνα. Η πολιτική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά τους δυο αυτούς αιώνες επιδεινώθηκε με τα τραγικά αποτελέσματα της Τετάρτης Σταυροφορίας και την παγίωση των Οθωμανών Τούρκων στη Μικρά Ασία.

Πρωτο-Γενουατική Περίοδος 1346-1401

Η εκστρατεία των Γενουατών στη Χίο και η κατάκτηση του νησιού το 1346.

Το 1345 η Ναυτική Δημοκρατία της Γένουας βρισκόταν σε μια μεταβατική πολιτική περίοδο που χαρακτηριζόταν από πολλές κοινωνικο-πολιτικές αναταραχές. Η πρόσφατη παραίτηση του Δόγη Συμεών Μποκανέγκρα στις 23 Δεκεμβρίου είχε δημιουργήσει αναστάτωση μεταξύ των πολιτών εντός των τειχών της πόλης (intrinseci) και των επαναστατών (estrinseci) εκτός των τειχών (βλεπε χαρτη 1). Το πολιτικό κόμμα των Λαϊκών, που την περίοδο εκείνη εκπροσωπούσε τους περισσότερους πολίτες στη Γένουα κατάφερε να κερδίσει τον έλεγχο της κατάστασης και να εκλέξει δυο μέρες μετά την παραίτηση Μποκανέγκρα –ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1345- νέο Δόγη, ο οποίος ανακηρύχθηκε στο αξίωμά του στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Λαυρεντίου (βλέπε φωτο 1) με τη σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας. Ο νέος Δόγης Ιωάννης Μούρτα ήταν ένας άνδρας που διέθετε πολιτική φήμη, συνετός και καλλιεργημένος, με εξαιρετικές διοικητικές ικανότητες, που αμέσως μετά την εκλογή του ανέλαβε δράση όπως απαιτούσαν οι πολιτικές συνθήκες.

Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να εισβάλουν εντός των τειχών και να καταλάβουν τα προάστια της Γένοβας –λόγω της στρατιωτικής μεσολάβησης των λαϊκών- οι διωκόμενοι estrinseci που ήταν κάτω από τις οδηγίες ευγενών οικογενειών, συμφώνησαν σε ανακωχή τον Ιούνιο του 1345 με τη σύμφωνη γνώμη και επίβλεψη του Λόρδου του Μιλάνου Βισκόντι και τη μεσολάβηση του Παπικού Λεγάτου. Οι όροι της συμφωνίας ειρήνης υπογράφτηκαν από το Δόγη και τους εξόριστους επαναστάτες στους οποίους πλην ελαχίστων εξαιρέσεων δόθηκε αμνηστία. Οι όροι της αμνηστίας επέτρεπαν στους πρώην εξόριστους να επιστρέψουν στα σπίτια τους και να αναλάβουν εκ νέου τις περιουσίες τους. Έτσι, η ειρήνη και η σταθερότητα επανήλθαν στην ακτή του Πονέντε (Δυτική ακτή της Λιγουρίας) με μόνες εξαιρέσεις τις περιοχές του Μονακό και του Ροκαμπρούνο, που παρέμειναν κάτω από τον έλεγχο της οικογένειας των Γκριμάλντι (βλεπε φωτο 2), που τα χρησιμοποίησε για πολύ καιρό ως καταφύγιο και ορμητήριο προστασίας των συμφερόντων εξόριστων μελών της Γενουατικης αριστοκρατίας.

Στις αρχές του 1346, ο Δόγης και το Συμβούλιο του πληροφορήθηκαν ότι οι εξόριστοι στο Μονακό (βλεπε χαρτη 2) είχαν καταφέρει να επανδρώσουν στόλο αποτελούμενο από 30 γαλέρες και να οργανώσουν στρατό δέκα χιλιάδων ανδρών. Η αντίδραση της κυβέρνησης της Γένουας ήταν άμεση. Αποφάσισαν –ως μέτρο προστασίας- να εξοπλίσουν γαλέρες υπό τις οδηγίες μιας διορισμένης εκτελεστικής επιτροπής. Η επιτροπή κάλεσε πολίτες που ήταν διατεθειμένοι να χρηματοδοτήσουν από μόνοι τους την αποστολή κατά των εξόριστων του Μονακό, οι οποίοι δέχθηκαν να εξοπλίσουν και να στελεχώσουν τις γαλέρες με δικά τους έξοδα, δοθέντος ότι το δημόσιο ταμείο δεν μπορούσε να αναλάβει το κόστος των προετοιμασιών. Μετά από διαπραγματεύσεις σχετικά με τους όρους της συμφωνίας και τις απαραίτητες προκαταβολές που δόθηκαν ως εγγυήσεις για την εκπλήρωση της υπόσχεσης και υποχρέωσής τους, 29 πολίτες (τρεις ευγενείς και 26 λαϊκοί) δέχθηκαν την πρόκληση να συμμετάσχουν με δικό τους κόστος και παρουσιάστηκαν προ της επιτροπής, η οποία κατέληξε στην εκπόνηση του σχεδίου της στελέχωσης και οργάνωσης των 29 γαλέρων.

Η διοίκηση του στόλου δόθηκε στο Συμεών Βινιόζο, ένα γενναίο και λαοφιλή άνδρα που έλαβε τα σκήπτρα της επιχείρησης από το Δόγη στην Πλατεία του Αγίου Λαυρεντίου (San Lorenzo) με την παρουσία ενός πλήθους κόσμου στις 22 Ιανουαρίου του 1346. Στις 24 Απριλίου του ίδιου χρόνου, η αρμάδα των Γενουατών κατέπλευσε από το λιμάνι της πόλης με σκοπό να καταδιώξει τους επαναστάτες και να εκπληρώσει την αποστολή της. Οι εξόριστοι του Μονακό, μόλις πληροφορήθηκαν την αναχώρηση του στόλου, διέφυγαν μέσω της θαλάσσιας οδού με σκοπό να βρουν καταφύγιο στη Μασσαλία (βλεπε χαρτη 2). Η απόδραση των επαναστατών κατέστησε άχρηστη τη μεσολάβηση του στόλου, ο οποίος είχε οργανωθεί αποκλειστικά για την εκδίωξή τους δημιουργώντας έτσι την υποχρέωση της αποζημίωσης των εξόδων στην κυβέρνηση της Γένουας. Η πληρωμή της εγγύησης και της αποζημίωσης στους πλοιοκτήτες ήταν όμως πέραν των δυνατοτήτων του Δημόσιου ταμείου. Από την άλλη όμως, μια οριστική άρνηση καταβολής έστω ενός μέρους των εξόδων θα δημιουργούσε έντονη αντίδραση και μια έλλειψη εμπιστοσύνης στο κράτος, η οποία θα απέτρεπε πολλούς Γενουάτες στο μέλλον να βοηθήσουν με παρόμοιες πρωτοβουλίες τη Δημοκρατία.

Γι’αυτό το λόγο, προτάθηκε να μη διαλυθεί ο στόλος, αλλά να αλλάξει ο προορισμός και ο στόχος δράσης του. Αποφάσισαν να στείλουν το στόλο σε νέα αποστολή στην Ανατολική Μεσόγειο. Η νέα διαταγή ήταν να επιτηρήσουν τις Γενουατικές κατακτήσεις και να βοηθήσουν την άμυνα του Καφφά που πολιορκούσαν οι Τάρταροι (βλέπε χάρτη 2). Ο στόλος παρέμεινε υπό τις διαταγές του ναύαρχου Βινιόζο, ο οποίος κατέπλευσε για την Ανατολή στις 3 Μαΐου του 1346. Στην πορεία, ο στόλος έφτασε στην Τερρατσίνα που παραδόθηκε στο Κοινό των Γενουατών και απελευθέρωσε την πόλη Σέσσα πριν να φτάσει στην Εύβοια στις 8 Ιουνίου του 1346 (βλέπε χάρτη 2). Εκεί ο Γενουατικός στόλος συνάντησε πλοία ναυλωμένα από τον Πάπα και υπό τις διαταγές ενός μετριότατου ναυάρχου ονόματι Ουμβέρτου Ντελφίνι, ο οποίος είχε την πρόθεση να συνεχίσει το έργο του Μαρτίνου Ζαχαρία, που είχε καταλάβει τη Σμύρνη το 1344. Πίστευε ότι η Χίος θα αποτελούσε μια πρώτης τάξεως βάση για τις επιχειρήσεις στη Σμύρνη και γι’αυτό το λόγο ζήτησε την άδεια του Παπα Κλημεντίου του 6ου να καταλάβει το νησί της Χίου για τρία χρόνια. Στο μεταξύ όμως ο Βινιόζο είχε παρέμβει και ο Ντελφίνι του ζήτησε να συνεργαστούν, πράγμα το οποίο ο Βινιόζο αρνήθηκε, αντιπαραθέτοντας ότι η Χίος ήταν Γενουατικη αποικία, η οποία είχε περιστασιακά περάσει στην επιρροή των Βυζαντινών με δόλιο τρόπο, ένα επιχείρημα που δεν αλήθευε, γιατί ο Ζαχαρία είχε δεχθεί τη Βυζαντινή κυριαρχία στο νησί. Ο Ουμβέρτος Ντελφίνι στην προσπάθειά του να πείσει το Βινιόζο αποπειράθηκε ακόμα και να τον δωροδοκήσει με το ποσό των 10,000 χρυσών φλορινιών που του πρόσφερε συν το ποσό των 50,000 φλορινιών που πρότεινε στους πλοιοκτήτες, που συμμετείχαν. Και οι δυο ‘προσφορές’ απορρίφθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη.

Ο Βινιόζο αποφάσισε να πλεύσει προς τη Χίο, εκμεταλλευόμενος την πολιτική κρίση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τις εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των Παλαιολόγων και των Καντακουζηνών που είχαν ακολουθήσει το θάνατο του Ανδρόνικου του 3ου. Αρχικά, ο Βινιόζο έστειλε τρεις γαλέρες πριν την άφιξη του στόλου στο νησί, για να καταδικάσουν την εμπλοκή του Ουμβέρτου και να προστατέψουν το νησί και τον κυβερνήτη του Καλογιάννη Ζιβό, με την προϋπόθεση η σημαία του Αγίου Γεωργίου, -προστάτη της Γένουας και συμβόλου της κυριαρχίας της- να κυματίσει στο φρούριο της Πόλης της Χίου και όλων των οχυρώσεων του νησιού. Ο Ζιβός, δρώντας εκ μέρους των Ελλήνων ευγενών που κυβερνούσαν ουσιαστικά το νησί, απέρριψε χωρίς δεύτερη σκέψη την πρόταση των Γενουατών και δήλωσε έτοιμος να αποκρούσει κάθε επίθεση σε βάρος του.

Ο ναύαρχος Βινιόζο κατέπλευσε στη Χίο στις 15 Ιουνίου και έδωσε διαταγή για επίθεση, αλλά καθώς έμπαινε στο λιμάνι ο στόλος συνάντησε τις πρώτες αντιδράσεις της Χιακής αντίστασης με τη μορφή βελών, πετρών και ακοντίων. Παρόλα αυτά, οι Γενουάτες κατάφεραν να κατασκευάσουν μια πλωτή γέφυρα, η οποία εξασφάλιζε την πρόσβασή τους στην πόλη της Χίου από τη θάλασσα.

Ταυτόχρονα, η πόλη δέχθηκε επίθεση από την ξηρά από ένα σώμα οπλιτών που προχώρησε μέχρι το εσωτερικό της, όπου ξέσπασαν βίαιες οδομαχίες, με τους Έλληνες να μάχονται γενναία και να προξενούν βαριές απώλειες (πεντακοσίων ανδρών) στους Γενουάτες που μέχρι όμως το τέλος της ημέρας είχαν καταφέρει να κατακτήσουν την πόλη.

Στις μέρες που ακολούθησαν, οι Γενουάτες αποβιβάστηκαν στο ακρωτήριο της Μαστίχας και κατέλαβαν έξι κοντινές οχυρώσεις. Μέχρι τις 21 Ιουνίου του 1346 όλο το νησί -εκτός από το φρούριο της πόλης- ήταν υπό Γενουάτικη διοίκηση. Ο Ζιβός είχε αποσυρθεί με τη φρουρά του στο εσωτερικό του κάστρου περιμένοντας τη Γενουάτικη επίθεση. Η είσοδος του λιμανιού είχε απομονωθεί με αλυσίδα κατά μήκος της και οι άνδρες του Βινιόζο είχαν κατασκευάσει κατά μήκος των τειχών έναν περιβάλλοντα τοίχο πολύ υψηλότερο από τα οχυρωματικά έργα και τις επάλξεις, που εκτείνονταν από το χείμαρρο κοντά στην εκκλησία του Αγίου Ισιδώρου μέχρι την είσοδο του λιμανιού. Έτσι ο Ζιβός και οι υπερασπιστές του ήταν αποκομμένοι από τον έξω κόσμο δια ξηράς και θαλάσσης. Μέχρι τις 12 του Σεπτέμβρη του 1346, η φρουρά είχε υποκύψει στην πείνα και υποχρεώθηκε να παραδοθεί και να υπογράψει συμφωνία ανακωχής μέσα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Φρουρίου, η οποία διευθετούσε τις σχέσεις μεταξύ των Γενουατών και των Ελλήνων της Χίου (βλεπε χαρτη 3).

Σε αντάλλαγμα της παράδοσης του φρουρίου, η Γενουατική κοινότητα δέχθηκε τον Ζιβό ως πολίτη της Γενουατικής Δημοκρατίας, ενώ ο Ζιβός υποσχέθηκε να παραμείνει πιστός στο Κοινό των Γενουατών. Επιπλέον ο Ζιβός διατήρησε το δικαίωμα του να ασκεί πολιτική εξουσία, το οποίο του είχε παραχωρηθεί από το Βυζαντινό Αυτοκράτορα με χρυσόβουλο πρόσταγμα, με τη μόνη διαφορά ότι είχε την υποχρέωση να αναγνωρίσει ως αρχή το κοινό των Γενουατών αντί για τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Του παραχωρήθηκε επίσης απόλυτη ελευθερία κινήσεων και του δόθηκε αμνηστία για ό,τι είχε πράξει στο παρελθόν κατά των Γενουατών. Του επιτράπηκε ακόμα να κρατήσει όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, που είχε περιέλθει στην κατοχή του ως κληρονομιά ή κατόπιν αγοραπωλησίας, συμπεριλαμβανομένου και του μοναστηριού της Παναγίας της Σικελιάς (βλέπε φωτο 3) που ήταν κάτω από την προστασία του. Ο Ζιβός έλαβε επίσης ετήσιο μισθό 7,000 υπέρπυρων νομισμάτων, που θα του καταβάλλονταν από τα εμπορικά έσοδα του νησιού σε τρεις δόσεις. Επιπλέον ο Ζιβός μαζί με τον αδερφό του Κώστα και τον ανιψιό του Μιχαήλ Κορέσση εξαιρέθηκαν δια βίου από κάθε είδους φορολογίας. Σε όλους τους Έλληνες δόθηκε αμνηστία, οι οποίοι διατήρησαν και συνέχισαν να κατέχουν νόμιμα όλη την κινητή και ακίνητη παρουσία τους, με τη μόνη διαφορά ότι θα έπρεπε να μείνουν πιστοί στο Κοινό των Γενουατών και όχι στον Αυτοκράτορα. Το ίδιο ίσχυσε και για τον Κλήρο, τα μοναστήρια και τις εκκλησίες, τα οποία υπόκεινταν στο διακριτικό έλεγχο των Γενουατών με τον Ελληνικό πληθυσμό να διατηρεί την ελευθερία να ασκεί ανενόχλητα τα θρησκευτικά του καθήκοντα και να διατηρεί τα ήθη και τα έθιμά του.

Τέσσερις μέρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας στη Χίο, ο ναύαρχος Βινιόζο κατέπλευσε στη Φώκαια, την οποία κυβερνούσαν οι οικογένειες των Ζαχαρία και των Καττάνεο μετά την επανάκτηση της από τον Αυτοκράτορα Ανδρόνικο τον Γ’ το 1336. Οι κάτοικοι υπό τις οδηγίες του Λέοντα Πατρονά αρνήθηκαν να παραδοθούν, αλλά οι Γενουάτες κατάφεραν να κάμψουν την αντίσταση τους μέσα σε τέσσερις ώρες πολιορκίας και να υπογράψουν σύμφωνο παράδοσης αμέσως μετά. Η Παλαιά και η Νέα Φώκαια (εννέα χλμ βορειοανατολικά της Παλαιάς, βλεπε χαρτη 2 ) ήταν πλέον υπό τον έλεγχο των Γενουατών και ο Βινιόζο διόρισε τον Καλογιάννη Ζιβό κυβερνήτη (Podesta’) και των δυο αυτών περιοχών. Ο Γενουατικός στόλος απέπλευσε από τη Χίο μεταξύ 8-10 Οκτωβρίου χωρίς να παρενοχληθεί από τον Αυτοκρατορικό στρατό υπό τις διαταγές του Θεοφύλακτου, ο οποίος το μόνο που κατάφερε ήταν να αιχμαλωτίσει μερικά Γενουατικά εμπορικά πλοία.

Μεσο-Γενουατική Περίοδος 1401-1453

Η Γαλλική κυριαρχία και η ανασυγκρότηση του Μπουσικό. 1401-1409.

Όπως περιγράφηκε παραπάνω, η Δημοκρατία της Γένουας κατάφερε να εξαγοράσει το νησί της Χίου από τους μετόχους το 1373 με κεφάλαια τα οποία τα είχαν δανειστεί από τους ίδιους τους μετόχους. Κάτω από αυτές τις νέο-διαμορφωμένες περιστάσεις, η Μαόνα δεν είχε κανένα λόγο ύπαρξης. Ωστόσο, συνέχισε να χρησιμοποιείται ως όρος μετά την κατάργηση της Παλαιάς Μαόνα, περιγράφοντας τη σχέση συμμετοχής μεταξύ των νέων μερών της συμφωνίας στη βάση προσωπικής οφειλής και οικονομικής υποχρέωσης που ονομάστηκε Νέα Μαόνα της Χίου. Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης του 1373, το Κοινό της Γένουας θα μπορούσε να εξαγοράσει το νησί μεταξύ του Νοεμβρίου του 1391 και του Νοεμβρίου του 1393 πληρώνοντας 152.250 λίρες. Ωστόσο, πολύ πριν την εκπνοή του συμβολαίου το 1385, ήταν σαφές ότι τα οικονομικά της Δημοκρατίας ήταν πολύ φτωχά για να καλύψουν αυτό το ποσό. Περαιτέρω διακανονισμοί έπρεπε να γίνουν και νέοι τρόποι πληρωμής έπρεπε να επινοηθούν από το Δόγη Αντώνιο Αντόρνο, ένα αδίστακτο αλλά δραστήριο και έξυπνο άνθρωπο και το συμβούλιό του, που κατάφεραν να παρατείνουν το συμβόλαιο μέχρι το 1416-1418. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, η πολιτική αστάθεια στη Γένουα είχε οδηγήσει στην αντικατάσταση περισσοτέρων από 10 προσώπων στη θέση του Δόγη, τους οποίους διαδέχθηκαν μια σειρά κυβερνητών μεταξύ του 1390 και του 1401. Οι αριστοκράτες στη Γένουα είχαν ζητήσει πολιτική βοήθεια από το βασιλιά της Γαλλίας, ο οποίος ήταν διατεθειμένος να προσφέρει την υποστήριξή του υπό τον όρο ότι ο Δόγης έπρεπε να μετονομαστεί σε κυβερνήτης και να πράττει στο όνομα του βασιλιά της Γαλλίας.

Στις 31 Οκτωβρίου του 1401, ο νέος κυβερνήτης Μπουσικό είχε να αντιμετωπίσει μια ακόμα χαοτική κατάσταση στη Δημοκρατία. Ανέλαβε δράση και έβαλε ένα τέλος στην πολιτική και δημόσια αναταραχή χρησιμοποιώντας στρατιωτικά και μερικές φορές ακραία μέσα. Κατάφερε όμως να επαναφέρει το νόμο και την τάξη και τα σκληρά μέτρα έφεραν ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση της φήμης της Γένουας και τη διατήρηση των κεκτημένων της στο εξωτερικό. Φυσικά, η Χίος -ένα από τα Γενουατικά κεκτημένα- τράβηξε γρήγορα το ενδιαφέρον του Μπουσικό, στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης των Γενουατικών υποθέσεων στο εξωτερικό.

Η διοίκηση του νησιού δεν κυμαινόταν σε υψηλά επίπεδα και οι Μαονίτες έδειχναν συνεχώς μια ανειλικρινή στάση παραβιάζοντας τις οικονομικές τους υποχρεώσεις στη Δημοκρατία. Ο Μπουσικό αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, αντιλήφθηκε ότι η ασφάλεια και η εσωτερική ηρεμία της Χίου βρισκόταν σε κίνδυνο εξαιτίας της κακοδιοίκησης. Η τάφρος που περιέβαλε το φρούριο είχε γεμίσει από τα απορρίμματα των κατοίκων της περιοχής. Το ίδιο το φρούριο το χρησιμοποιούσαν για την αποθήκευση τροφίμων και όπλων και η φρουρά αριθμούσε πολύ λιγότερα μέλη από τον αριθμό που είχε αναφερθεί στις συμφωνίες. Τα μέλη της διοίκησης συμπεριλαμβανομένων και των Μαονιτών ήταν διεφθαρμένα. Η συμφωνία που είχε υπογραφεί το 1346 με τους Έλληνες είχε αγνοηθεί όπως και τα προνόμια που τους είχαν δοθεί. Ο Μπουσικό προετοίμασε μια γραπτή αναφορά αυτών των γεγονότων, η οποία στάλθηκε στους Μαονίτες. Απαγόρευσε στον κυβερνήτη (Pedestal) να επιβάλει οποιαδήποτε μορφή φορολογίας χωρίς να λάβει υπόψη τη γνώμη των Ελλήνων ή των Λατίνων και σε αντίθετη περίπτωση να του επιβάλεται πρόστιμο 500 Φλορινιών για κάθε παράνομα επιβαλλόμενο φόρο. Ο κυβερνήτης επίσης διατάχθηκε να μην παραμελήσει το καθήκον του να περιοδεύει στο νησί δυο φορές το χρόνο και να καταγράφει τα παράπονα των κατοίκων, οι οποίοι συχνά παρενοχλούνταν από Γενουάτες ναύτες και υπόκεινταν στην ανικανότητα των τοπικών αξιωματούχων. Ήταν επίσης ευθύνη του κυβερνήτη να κρατήσει το λιμάνι της Χίου σε καλή κατάσταση.

Το μνημόνιο που περιείχε αυτές τις οδηγίες ξεκάθαρα έδειχνε ότι ο Μπουσικό ήταν γνώστης των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών στο νησί, οι οποίες είχαν χειροτερέψει λόγω της χαοτικής κατάστασης στη Γένουα. Τα μέτρα που πήρε ο Μπουσικό ήταν δυσάρεστα στους Μαονίτες, οι οποίοι αναγνώριζαν την κυριαρχία της Γένουας, αλλά προτιμούσαν να έχουν κάτω από τον άμεσο έλεγχό τους τη διοίκηση και την εκμετάλλευση του νησιού. Η ανάμειξη του κυβερνήτη της Γένουας στα δημόσια ζητήματα της Χίου ενόχλησε τους Μαονίτες, που οργάνωσαν μια εξέγερση, η οποία ξέσπασε στις 21 Δεκεμβρίου του 1408. Οι επαναστάτες κατέλαβαν το κάστρο της Χίου και διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους από τη νόμιμη διοίκηση του νησιού με το διορισμό δικού τους κυβερνήτη (Podesta’) και αξιωματούχων. Οργάνωσαν την άμυνα του νησιού και ζήτησαν από τη Βενετία την παροχή δανείου και όπλων. Ο Μπουσικό έστειλε ένα στόλο υπό τις διαταγές του Κορράδου Ντόρια, που έφτασε στη Χίο στις 18 Ιουνίου του 1409. Οι Γενουάτες συνάντησαν τη μανιώδη αντίσταση, αλλά κατάφεραν να καταλάβουν την πόλη της Χίου μέχρι το τέλος του μήνα στο όνομα του βασιλιά της Γαλλίας Καρόλου του ΣΤ’. Ως τιμωρία, οι Μαονίτες ήταν υποχρεωμένοι να παραδώσουν στον ναύαρχο Ντόρια την πλειοψηφία των μετοχών χωρίς κανένα αντίκρισμα και πολλοί διακεκριμένοι Έλληνες κάτοικοι του νησιού εξορίστηκαν. Οι μετοχές επιστράφηκαν στους νόμιμους δικαιούχους τους μετά από ένα διάβημα στη Γενουατική κυβέρνηση, αλλά αυτή η πράξη σε συνδυασμό με την αποτυχία της επανάστασης είχε προκαλέσει μια μη αναστρέψιμη κρίση μεταξύ της Μαόνα και της Γαλλοκινούμενης κυβέρνησης της Γένουας.

Πολύ σύντομα, το ίδιο συναίσθημα μισαλλοδοξίας και εθνικού μίσους κατέλαβε επίσης και τους πολίτες της Γένοβα που κατάφεραν με τη βοήθεια του Φασίνο Κάνε και του Θεόδωρου του Β’ του Μονφερατικού να βάλουν τέλος στη Γαλλική επικράτηση το Σεπτέμβριο του 1409. Οι Μαονίτες έλαβαν τα νέα με ανακούφιση και έστειλαν αμέσως μια επερώτηση στο νέο Αρχηγό για την κατάργηση όλων των νομικών περιορισμών που είχε επιβάλει ο Μπουσικό. Η παράκλησή τους έγινε δεκτή κατόπιν εξέτασης του θέματος.

Υστερο-Γενουατική Περίοδος 1453-1566

Χίος, η τελευταία Γενουατική αποικία στην Ανατολή.

Η πτώση της Κωνσταντινούπολης φυσικά προκάλεσε την απώλεια της Γενουατικής αποικίας του Πέραν. Οι Γενουάτες, θορυβημένοι από τα γεγονότα που ακολούθησαν την πολιορκία, έστειλαν απεσταλμένους να παραδώσουν την αποικία τους στο Σουλτάνο. Αφού επαίνεσαν και συνεχάρησαν το Σουλτάνο για την επιτυχία, του ζήτησαν να ανανεώσει τη συμφωνία που είχαν με τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα, εξαίροντας την παλιά φιλία μεταξύ της Δημοκρατίας της Γένουας και των Τούρκων. Ο θριαμβευτής Σουλτάνος Μωάμεθ ο Β’ τους συμπεριφέρθηκε με έντονο θυμό και περιφρόνηση, λόγω της συμμετοχής που είχαν οι Γενουάτες στην αντίσταση κατά τη διάρκεια της πολιορκίας στο πλευρό των Ελλήνων. Αρνήθηκε να αναγνωρίσει οποιαδήποτε προηγούμενη συμφωνία και επέβαλλε νέους όρους στους Γενουάτες.

Το Πέραν ήταν μακράν η πιο σημαντική Γενουατική αποικία στην Ανατολή που μέχρι τότε την διαχειριζόταν Γενουάτης κυβερνήτης, παρότι ήταν μέσα στην Ελληνική επικράτεια. Η απώλεια αυτής της αποικίας είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα στο πολιτικό γόητρο της Γένουας και αύξανε τον κίνδυνο απώλειας περισσοτέρων εδαφών από τον ανικανοποίητο, νέο και πολύ φιλόδοξο Σουλτάνο. Ήταν προφανές ότι η Δημοκρατία δεν ήταν σε θέση να προστατέψει τη Χίο από τον κίνδυνο του Σουλτάνου, ο οποίος βέβαια δε θα ανεχόταν τη Γενουατική παρουσία για πολύ χρόνο ακόμα, παρότι είχε συμφωνηθεί να καταβάλεται φόρος υποτέλειας ο οποίος ήταν ικανοποιητικός για το θησαυροφυλάκιό του. Η Γενουατική κυβέρνηση πίστευε ότι η Χίος ήταν μια πολύτιμη αποικία και εμπορικός σταθμός που συνέδεε τη Γένουα με τις αποικίες της στη Μαύρη θάλασσα, οι οποίες είχαν επίσης αβέβαιο μέλλον δοθέντος ότι οι Τούρκοι είχαν πλέον υπό τον έλεγχό τους τα Δαρδανέλια μετά την κατάκτηση του Πέραν. Ο πραγματικός λόγος που είχαν να διατηρούν τη Χίο υπό τον έλεγχό τους πέραν της στρατηγικής της σημασίας ήταν το εμπορικό συμφέρον που προέκυπτε από την εκμετάλλευση του νησιού.

Τα οχυρωματικά έργα του νησιού δεν ήταν επαρκή, για να αντέξουν μια επίθεση παρόμοιας κλίμακας με αυτή της Κωνσταντινούπολης. Οι Μαονίτες, γνώστες της κατάστασης, αποφάσισαν να ενισχύσουν την άμυνα της πόλης της Χίου με επιπρόσθετα τείχη μεγαλύτερης δύναμης πρόσκρουσης και πάχους καθώς και με επιπλέον πύργους. Τα απαιτούμενα έξοδα ήταν πέραν της διαθεσιμότητας του θησαυροφυλακίου τους με δεδομένο ότι είχαν να πληρώσουν το φόρο υποτέλειας στο Σουλτάνο και στη Γένουα. Η αίτηση των Μαονιτών να αυξήσουν τα εισοδήματά τους με την αύξηση των εμπορικών φόρων εξετάσθηκε από το Δόγη και το συμβούλιό του το Δεκέμβριο του 1454 και έγινε αποδεκτό για όσο χρονικό διάστημα έπρεπε να πληρώνουν την εισφορά στο Σουλτάνο. Το καλοκαίρι του 1455, οι Τούρκοι με έναν πανίσχυρο στόλο πολιόρκησαν την πόλη της Ρόδου και ζήτησαν από τους Ιωαννίτες Ιππότες να πληρώσουν φόρο υποτέλειας στο Σουλτάνο. Το εγχείρημα τους ήταν ανεπιτυχές και ως αποτέλεσμα αυτής, η αποστολή τους στράφηκε εναντίον της Χίου. Ο ναύαρχος του στόλου, Χαμζά Μπεγκ, αξίωσε την πληρωμή 40.000 δουκάτων, τα οποία οι Μαονίτες απέρριψαν δείχνοντας εμπιστοσύνη στη φρουρά που διέθεταν για την άμυνα του νησιού. Ο Χαμζά παρατήρησε ότι το νησί ήταν καλά προετοιμασμένο για να αντισταθεί σε κάθε είδους επιθέσεις και αποφάσισε να καλέσει μια αντιπροσωπεία Μαονιτών με σκοπό να διαπραγματευτεί μαζί τους. Οι δυο απεσταλμένοι των Μαονιτών αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν μακριά από το νησί μαζί με τους Τούρκους που απέπλευσαν με προορισμό την Κω. Οι Τούρκοι πολιόρκησαν την Κω για 20 ημέρες χωρίς καμία επιτυχία και στην επιστροφή συνέχισαν να παρενοχλούν τη Χίο που τους απώθησε με επιτυχία βουλιάζοντας μάλιστα μια από τις γαλέρες του στόλου. Ο Σουλτάνος απείλησε να στείλει νέο στόλο κατά της Χίου και τελικά ένας συμβιβασμός επιτεύχθηκε ανάμεσα στις δυο πλευρές με την καταβολή αυξημένης εισφοράς 30.000 δουκάτων ετησίως.

Οι Μαονίτες αισθανόμενοι την πίεση από τη ραγδαία αναπτυσσόμενη Τουρκική απειλή ζήτησαν βοήθεια από τη Γένουα και από τον Πάπα Κάλλιστο τον 3ο. Στο γράμμα που έστειλαν τόνιζαν το γεγονός ότι ήταν ανίκανοι από μόνοι τους να αντέξουν στη συντριπτική υπεροχή των στρατιωτικών δυνάμεων του Μωάμεθ του Β’. Η απάντηση του Πάπα ήταν ενθουσιώδης και επαινετική σχετικά με τον τρόπο που οι Μαονίτες είχαν καταφέρει να χειριστούν την Τουρκική προέλαση στην Ανατολή μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ωστόσο, ο Πάπας προσέφερε μόνο πνευματική βοήθεια στους θαρραλέους υπερασπιστές με τη χορήγηση πλήρους άφεσης αμαρτιών.

Η μητέρα πατρίδα όμως πρόσφερε πιο ουσιαστική βοήθεια. Στις 18 Νοεμβρίου του 1455 ο Δόγης και το Συμβούλιο του αποφάσισαν να στείλουν δυο πλοία και τουλάχιστον 500-1000 άνδρες, αλλά ακόμα και αυτή η μέτρια αποστολή δεν μπορούσε εύκολα να υποστηριχθεί οικονομικά από το δημόσιο ταμείο. Γι’ αυτό το λόγο, οι Γενουάτες ζήτησαν την υποστήριξη άλλων Χριστιανών ηγεμόνων στη Δύση και πιο συγκεκριμένα του Ερρίκου του ΣΤ’ της Αγγλίας στην αγωνιώδη προσπάθειά τους κατά του εχθρού της Πίστης. Οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν έγκαιρα όλες τις προετοιμασίες και αντέδρασαν με την οργάνωση μιας πειθαρχικής εκστρατείας στη Χίο αποτελούμενης από είκοσι τριήρεις υπό τις οδηγίες του Ιανούς Μπεγκ. Παρότι ο στόλος ενοχλήθηκε και εμποδίστηκε σοβαρά από μια ανεμοθύελλα, οι Τούρκοι κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν τη Νέα Φώκαια που κυβερνούσε ο Πάρις Ιουστινιάνης. Λεηλάτησαν τις Γενουατικές περιουσίες, βίασαν αγόρια και κορίτσια και οι περισσότεροι από τους ενήλικες πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Οι κάτοικοι της Νέας Φώκαιας δοκίμασαν την ίδια αγριότητα, αλλά οι Μαονίτες τους έσωσαν πληρώνοντας μια αποζημίωση 30.000 δουκάτων για τις Τουρκικές απώλειες κατά τη διάρκεια της εκστρατείας και ένα επιπλέον ποσό 10.000 δουκάτων που χρεώθηκε ετησίως ως αύξηση του φόρου υποτέλειας στο Σουλτάνο.

Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Β’ ο Πορθητής σημείωσε μια σειρά εκστρατειών κατά των αντιπάλων του στην Ανατολική Ευρώπη και τη Μικρά Ασία. Νίκησε σε μια σειρά μαχών στη Βλαχία, στη Σερβία, στη Βοσνία, στη Σινώπη και στην Τραπεζούντα. Το καλοκαίρι του 1462, ο Σουλτάνος οργάνωσε μια ναυτική εκστρατεία στο Αιγαίο στέλνοντας έναν Τουρκικό στόλο 150 πλοίων με σκοπό να ενοχλήσουν τους Ιταλούς κυρίαρχους και κατοίκους μερικών νησιών. Ο στόλος επιτέθηκε στη Μυτιλήνη που κυβερνούσε ο Νικόλαος Γατιλούζιο. Το νησί της Λέσβου αμύνθηκε με ανδρεία, αλλά μετά από πολιορκία 15 ημερών οι Ελληνο-Γενουάτες υπέκυψαν. Αρχικά, οι Τούρκοι εγγυήθηκαν τη ζωή του χριστιανικού πληθυσμού, αλλά δεν κράτησαν το λόγο τους. Άσκησαν τη συνηθισμένη τους αγριότητα και επέβαλαν σε θρησκευτικό προσηλυτισμό στο Ισλάμ όλους τους νέους του νησιού που στρατολογήθηκαν ως Γενίτσαροι στο στρατό του Σουλτάνου. Τα κορίτσια παραχωρήθηκαν στους Τούρκους αξιωματικούς και οι μεσήλικες πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Όλοι οι αμυνόμενοι υπερασπιστές, χωρίς καμία διάκριση σε Έλληνες ή Ιταλούς, θανατώθηκαν με ανασκολοπισμό και ο κυβερνήτης Γατιλούζιο με όλα τα μέλη της τοπικής διοίκησης και τους ευγενείς του νησιού μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη όπου και στραγγαλίστηκαν. Όλα αυτά έλαβαν χώρα υπό τη διακριτική παρουσία του Βενετικού στόλου, που αρνήθηκε να μεσολαβήσει, αν δεν τους προκαλούσαν ανοικτά.

Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο γειτονικό νησί δημιούργησαν πανικό και τρόμο στη Χίο. Οι Μαονίτες έκαναν έκκληση στη Γενουατική κυβέρνηση για βοήθεια. Αποφασίστηκε από το Δόγη Λουδοβίκο Καμποφρεγκόζο και τη Γερουσία σε συνεργασία με το Officium Chii να αποστείλουν 150 άνδρες οπλίτες μαζί με έναν ικανό υψηλό αξιωματικό να οργανώσει την άμυνα του νησιού. Το 1463, ο νέος Δόγης Πάολο Καμποφρεγκόζο και το συμβούλιό του αντιλήφθηκαν ότι οι επιπλέον επιβαλλόμενοι φόροι για την άμυνα της Χίου δεν ήταν επαρκείς και ότι χρειαζόταν τουλάχιστον το διπλό ποσό για να διατηρηθεί μια μικρή αμυντική δύναμη 300-400 ανδρών στο νησί. Συνεπώς ήταν υποχρέωση των Μαονιτών να εξασφαλίσουν το υπόλοιπο ποσό, καθώς η άμυνα του νησιού ήταν η πρωταρχική τους ευθύνη σύμφωνα με τη συμφωνία που είχαν κάνει με τη Γενουατικη κυβέρνηση. Οι Μαονιτες όμως ήταν ανίκανοι να καλύψουν τα έξοδα μόνοι τους , γιατί μέχρι τότε είχαν επωμιστεί το κόστος συντήρησης των οχυρώσεων και φυσικά το φόρο υποτέλειας στο Σουλτάνο. Η Δημοκρατία ήταν πεπεισμένη ότι ένας νέος επιπρόσθετος φόρος έπρεπε να επιβληθεί. Οι Μαονίτες επίσης ζήτησαν άδεια να οργανώσουν ένα γραφείο διαχείρισης των αποθεμάτων τροφίμων και ένα άλλο γραφείο διαχείρισης της άμυνας του νησιού, δυο αρχές που θα ήταν υπεύθυνες για το χειρισμό κρίσιμων καταστάσεων που θα προέκυπταν σε περίπτωση πολέμου. Οι παρακλήσεις των Μαονιτών έγιναν δεκτές και μια μόνιμη φρουρά, τουλάχιστον 300 ανδρών, εγκαταστάθηκε.

Το φθινόπωρο του 1468, οι Τούρκοι άρχισαν να προετοιμάζουν ένα στόλο για να επιτεθούν στους Βενετούς στο Αιγαίο και νωρίς τον επόμενο χρόνο, ένα Τουρκικό τελεσίγραφο παρουσιάστηκε στους Μαονίτες που τους διέταζε να υπακούσουν στις εντολές του Μαχμούτ Πασά και να στείλουν άμεσα 60 τεχνίτες στην Καλλίπολη σε ένα χώρο συγκέντρωσης και επισκευής πλοίων. Οι Μαονίτες σε κατάσταση πανικού έστειλαν στο Σουλτάνο έναν απεσταλμένο να πληρώσει το συμφωνημένο φόρο και ταυτόχρονα επικοινώνησαν με τους Βενετούς ζητώντας τους να κρατήσουν όλα τους τα πλοία σε Βενετικά λιμάνια. Στη Χίο, η κατάσταση δεν ήταν καθόλου ευνοϊκή και ο κόσμος δεν ήταν ενωμένος κατά του εχθρού. Μια συνομωσία παράδοσης του νησιού στους Τούρκους αποκαλύφθηκε και οι οργανωτές ομολόγησαν την ενοχή τους. Ήταν ξεκάθαρο ότι η δημόσια ζωή της Χίου είχε δηλητηριαστεί από προσωπικά μίση. Ήταν γνωστή στη διοίκηση η στάση κάποιων Μαονιτών, αλλά είχαν επιδείξει ανοχή σε πολλές καταχρήσεις λόγω της πίεσης που ασκούσαν οι πολιτικές καταστάσεις. Επίσης υπενθυμίστηκε στους Μαονίτες ότι είχαν την ευθύνη και το καθήκον να υπερασπιστούν το νησί σύμφωνα με τις συμφωνίες που είχαν υπογράψει ως προσωρινοί κάτοχοι του νησιού, του οποίου η κυριαρχία ανήκε στη Δημοκρατία της Γένουας. Οι Μαονίτες είχαν χάσει τον έλεγχο της διοίκησης της Χίου, γιατί είχαν επιδείξει ανεκτικότητα σε πολλές παράνομες πράξεις που είχαν μείνει ατιμώρητες. Ο νέος κυβερνήτης Ιωάννης Φραγκίσκος Ιουστινιάνης διατάχθηκε να αναφέρει όλες τις άνομες πράξεις που μέχρι τότε λάμβαναν χώρα, όπως κλοπές, ανθρωποκτονίες και πολλές άλλες εκδηλώσεις βίας που είχαν μείνει ατιμώρητες, στη Γενουατική κυβέρνηση.

Το 1470 ο Μωάμεθ ο Β’ κάνοντας χρήση χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων οργάνωσε μια επίθεση στην Εύβοια. Οι Βενετοί αντιστάθηκαν σε τέσσερις επιθέσεις, αλλά η πρωτεύουσα Χαλκίδα έπεσε στα χέρια του Σουλτάνου, ενώ περίμεναν ενισχύσεις. Τα νέα για την κατάληψη της Χαλκίδας από τους Τούρκους προκάλεσαν ταραχή στη Γένουα και οι συναντήσεις με σκοπό την άμυνα του νησιού ήταν ατελείωτες. Οι Μαονίτες σε μια απόπειρα καλής θέλησης προσφέρθηκαν να παραδώσουν στην κυβέρνηση όλες τις μετοχές τους από τη Μαόνα στην περίπτωση που δεν ήταν συνεπείς με τις συμφωνίες που είχαν με τη Γένουα, περιμένοντας σε αντάλλαγμα να προστατευτούν από την κυβέρνηση που θα μπορούσε να τους εγγυηθεί την ασφάλεια και την ατομική τους περιουσία στη Χίο. Η Δημοκρατία είχε ξεκάθαρα χάσει την εμπιστοσύνη της στους Μαονίτες. Οι μάταιες απόπειρες να αλλάξουν την τύχη του νησιού με ατέρμονες συζητήσεις δε θα μπορούσαν να είναι επιτυχείς, γιατί κατέληγαν στις ίδιες ιδέες και επιχειρήματα και από τις δυο πλευρές.

Η κοινότητα επέμενε ότι οι Μαονίτες ήταν υπεύθυνοι για την άμυνα του νησιού και οι Μαονίτες απαντούσαν ότι οι δυνατότητες τους ήταν περιορισμένες από τους οικονομικούς τους πόρους. Τελικά, επιτεύχθηκε μια συμφωνία που περιελάμβανε τη μεταφορά 300 οπλιτών στη Χίο για τη άμυνά της το 1475 με την αρωγή του Χριστόφορου Καττάνεο, του Λεονάρδου Τσιβού και του Γερόλαμου Σπινόλα ντι Ντομίνικο που μεταφέρθηκαν με τρία πλοία του Πέτρου Ιουστινιάνη, του Μπαλντασσάρε Δόρια και του Ανδρέα ντα Πασσάνο. Η κοινότητα εμπιστεύθηκε αυτές τις στρατιωτικές δυνάμεις και το πολεμικό τους υλικό στους Μαονίτες που υποσχέθηκαν να τις χρησιμοποιήσουν με φρόνηση και προς όφελος της άμυνας του νησιού και μόνο. Επιπλέον, τον Απρίλιο του 1475 αποφασίστηκε να σταλούν 235 άνδρες επιπλέον και τον Ιούνιο όλες οι Γενουατικές δυνάμεις έφτασαν στη Χίο.

Οι Τούρκοι είχαν ήδη αρχίσει να εξαπλώνονται δυτικά και φαινόταν αδύνατο να τους σταματήσουν, παρότι οι Μαονίτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να προετοιμάσουν το νησί για μια μάχη κατά των απίστων. Υπάρχουν μαρτυρίες από αμερόληπτους περιηγητές και εμπόρους της εποχής που επιβεβαιώνουν τις προετοιμασίες και τα οχυρωματικά έργα που λάμβαναν χώρα. Το Γενουατικό ηθικό είχε συντριβεί μετά την πτώση του Καφφά και η Δημοκρατία έκανε ό,τι μπορούσε για να υποστηρίξει τους Μαονίτες. Ακόμα και ένας απεσταλμένος απευθύνθηκε στο Βατικανό σε μια προσπάθεια να εξασφαλιστεί κάποια στήριξη από τον Πάπα, τονίζοντας τις καταστροφικές επιπτώσεις που θα είχε η πτώση της Χίου στη Χριστιανοσύνη. Οι ωμότητες που διαπράχθηκαν από τους Τούρκους στον Καφφά είχαν δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα πανικού στο νησί που δε διέθετε τους πόρους και τα μέσα να αμυνθεί. Επιπλέον, ήταν κοινή παραδοχή ότι οι Τούρκοι διαπραγματεύονταν μια συμφωνία ειρήνης με τη Βενετία, ένα γεγονός που θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για τη Χίο.

Για περισσότερο από είκοσι χρόνια η Χίος –η τελευταία Γενουατική αποικία- είχε δοκιμάσει τη μόνιμη Τουρκική απειλή. Η Γένουα δεν ήταν αδιάφορη, αλλά η Δημοκρατία πίστευε ότι παρ’ όλες τις απέλπιδες εκκλήσεις για οικονομική υποστήριξη από τους Μαονίτες, υπήρχαν αν όχι πολλά, αλλά σίγουρα αρκετά οικονομικά ποσά σε χέρια ιδιωτών, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την άμυνα του νησιού. Το 1476 η κοινότητα της Γένοβας έστειλε τον κυβερνήτη Λεονάρδο Ιουστινιάνη με δυο πλοία και 300 άνδρες που είχαν εντολές να επιθεωρήσουν την τάφρο της πόλης (fossa urbis) και τα αμυντικά έργα και να διαβεβαιώσουν ότι οι Χιώτες αξιοποιούσαν τα δημόσια Γενουατικά κονδύλια με περίσκεψη.

Τον ίδιο χρόνο, το συμβόλαιο μίσθωσης του νησιού τελείωνε και η κοινότητα των Γενουατών έπρεπε να σκεφθεί σοβαρά, αν έπρεπε να την ανανεώσει ή να αποδεσμεύσει το νησί με εξαγορά. Αποφάσισαν ότι δεν ήταν σε θέση να εξαγοράσουν το νησί, γιατί προφανώς δεν μπορούσαν να πληρώσουν το κόστος, συνεπώς η μόνη λύση ήταν να ανανεώσουν τη μίσθωση στη Μαόνα για άλλα είκοσι εννέα χρόνια. Κατά τη διάρκεια των χρόνων που ακολούθησαν, ενισχύσεις στάλθηκαν στη Χίο και εκκλήσεις για βοήθεια έγιναν στον Πάπα και στη Κοινότητα των Γενουατών. Οι Μαονίτες αγωνίζονταν να πληρώσουν το φόρο υποτέλειας στο Σουλτάνο και η Τουρκική απειλή μόνιμα κορυφωνόταν.

Ο Μωάμεθ ο Β’ οργάνωνε τα στρατεύματά του για μια ακόμα γενναία αποστολή, την κατάκτηση της Ρώμης. Πολλοί πίστεψαν ότι προσπαθούσε να αναβιώσει την Αρχαία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κάτω από Μουσουλμανική ηγεσία. Το 1480, επιτέθηκε ανεπιτυχώς στο νησί της Ρόδου και οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη τον απώθησαν. Στην επιστροφή παρενόχλησε τη Χίο και απείλησε να επιτεθεί στο νησί, αλλά οι Μαονίτες πλήρωσαν τα 10.000 χρυσά φλορίνια της ετήσιας εισφοράς, πράγμα το οποίο τον ικανοποίησε. Ο Μωάμεθ όμως δεν εγκατέλειψε τα σχέδια του. Επιτέθηκε και κατέκτησε το Οτράντο (Υδρούντας βλέπε χάρτη 2) που αντιστάθηκε για 14 μέρες. Η πόλη λεηλατήθηκε, οι υπερασπιστές της αποκεφαλίστηκαν και οι υπόλοιποι κάτοικοι πουλήθηκαν σκλάβοι σε μια μανιώδη απόπειρα να τρομοκρατήσει την Ευρώπη και ειδικά την Παπική Ρώμη. Οι άπιστοι εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία και ο Πάπας Σίστος ο Δ’ ενθάρρυνε όλους τους Ιταλούς να ξεχάσουν τις εσωτερικές τους διαμάχες και να απωθήσουν την κοινή απειλή. Ζητήθηκε σε όλους τους Χριστιανούς πρίγκηπες να συνεισφέρουν στον ιερό σκοπό, που πήρε τη μορφή υπογεγραμμένης συμφωνίας σύμφωνα με την οποία η Γένουα έπρεπε να συνεισφέρει πέντε πλήρως εξοπλισμένες γαλέρες με δικά της έξοδα.

Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα ο Μωάμεθ ο Β’ πέθανε στις 3 Μαΐου του 1481 και η Γένουα άρχισε να κάνει σχέδια για να επανακτήσει τις χαμένες περιοχές του Καφφά, του Πέραν και της Μυτιλήνης. Οι Γενουάτες προσπάθησαν να πείσουν το Βατικανό ότι ήταν σωστό να στείλει το συγκεντρωμένο Παπικό στόλο στην Ανατολή κατά των Τούρκων που βρίσκονταν σε κατάσταση εμφυλίου λόγω της έριδας μεταξύ των γιων του Μωάμεθ για τη διαδοχή. Οι Γενουάτες υποστήριξαν ότι μια προσπάθεια να ανακαταλάβουν τις προηγούμενες αποικίες τους στην περιοχή θα λειτουργούσε στο μέλλον ως μια συμπαγής γραμμή άμυνας για όλη τη Χριστιανοσύνη κατά των Απίστων. Για μια ακόμη φορά, οι Γενουάτες αποδείχθηκαν καιροσκόποι και χωρίς πολιτική συνέπεια και σταθερότητα. Όταν χρειάζονταν την πολιτική ή στρατιωτική υποστήριξη του Πάπα, μπορούσαν στιγμιαία να υιοθετήσουν το τόσο ευνοϊκό για αυτούς δόγμα του σταυρού κατά της ημισελήνου, αλλά όταν τα οικονομικά τους συμφέροντα ήταν κατά των απόψεων ή των διαθέσεων του Πάπα, υποστήριζαν ότι ο Πάπας έπρεπε μόνο να αναμιγνύεται στα εκκλησιαστικά θέματα που αφορούσαν αποκλειστικά το ποίμνιό του.

Ενώ λάμβαναν χώρα αυτά, η Γένουα πληροφορήθηκε από τους Μαονίτες τον Ιούλιο του 1481 ότι ο Βαγιαζήτ είχε νικήσει τον αδερφό του Τιζίμ στον εμφύλιο για τη διαδοχή του θρόνου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε πολύ γρήγορα ανακάμψει και τώρα είχε έναν και μοναδικό ηγέτη. Ήταν τώρα κατά των συμφερόντων των Μαονιτών να προκαλέσουν τους Τούρκους. Γι’ αυτό το λόγο έστειλαν δυο απεσταλμένους, τους Φραγκίσκο και Κασσάνο Ιουστινιάνη, να τιμήσουν το νέο Σουλτάνο. Την ίδια στιγμή, ζήτησαν ένθερμα από τον Πάπα να ακυρώσει τις διαταγές του και να αποσύρει το στόλο που ετοίμαζε να πλεύσει προς τη Χίο κάτω από τις διαταγές του Καρδινάλιου Καμποφρεγκόζο. Οι Τούρκοι του Οτράντο (Υδρούντα) όντας κατά αντιστοιχία υπό την πίεση που βρίσκονταν οι Μαονίτες της Χίου, περικυκλωμένοι όμως από Χριστιανικά κράτη παραδόθηκαν το Σεπτέμβριο του 1481.

Κατά τη διάρκεια των χρόνων που ακολούθησαν, τα νέα σχετικά με τις Τουρκικές στρατιωτικές προετοιμασίες δημιουργούσαν κατά καιρούς συναγερμό στους Μαονίτες που απελπισμένα ζητούσαν βοήθεια από τη Μητέρα Πατρίδα. Κάποιες διοικητικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις έγιναν από τη Γένουα, αλλά οι μόνιμες πολιτικές αναταραχές στη Χίο και στη Γένουα είχαν οδηγήσει σε οικονομικά προβλήματα σχετικά με την αξία του Γενουατικού νομίσματος στη Χίο. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 15ου αιώνα, τρεις φορές, το 1479, το 1484 και το 1498, αναφέρθηκε ότι το νόμισμα είχε χάσει την αντικειμενική του αξία. Η Γενουατική κυβέρνηση έπρεπε να πάρει μέτρα κατά των συνεχόμενων προβλημάτων διολίσθησης του νομίσματος στη Χίο, το οποίο ήταν ένα τεράστιο πλήγμα για την τοπική οικονομία. Τελικά, το 1498, η κοινότητα διέταξε τους Μαονίτες να αποσύρουν όλα τα χάλκινα νομίσματα που είχαν στην κατοχή τους μέσα σε δύο εβδομάδες χωρίς να λάβουν καμία αποζημίωση, σε μια προσπάθεια να εξαλείψουν τις οικονομικές καταχρήσεις στις οποίες οι Μαονίτες είχαν υποπέσει στο παρελθόν.

Συζητήσεις και προβλήματα σχετικά με το νόμισμα συνεχίστηκαν για περισσότερο από μια δεκαετία μέχρι το 1511. Το Γραφείο Χιακών Υποθέσεων Officium Chii και η κοινότητα της Γένοβας, σε μια προσπάθεια να λύσουν το θέμα, πήραν πολλά μέτρα και εξέδωσαν διακηρύξεις ότι ο κυβερνήτης Podesta’ και οι συγκυβερνήτες στη Χίο έπρεπε να εφαρμόσουν, γιατί πίστευαν ότι αυτά τα μέτρα θα ήταν ευνοϊκά για την ανταγωνιστικότητα του νησιού. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, η Χίος δοκίμαζε πολλές απειλές από Τούρκους πειρατές που δελεάζονταν από τον πλούτο και τους φυσικούς και οικονομικούς πόρους του Νότιου μέρους του νησιού (Μαστιχοχώρια, βλέπε χάρτη ΙΙ-διοικητικό χάρτη). Η Μαστίχα ήταν ένα είδος που ήταν πολύ ελκυστικό για τους Τούρκους και το εμπόριο της ήταν πολύ επικερδές. Για να θωρακίσουν την άμυνα του νησιού, οι Γενουάτες εξουσιοδότησαν τέσσερις Γενουάτες εμπόρους τους Θωμά Ντόρια, Χριστόφορο ντε Φερράρι, Λαυρέντιο Λεκαβέλλο και Αυγουστίνο Φατινάτι, να ξοδέψουν ό,τι ήταν αναγκαίο για την άμυνα του νησιού και να καταστήσουν σαφές ότι η παραγωγή της μαστίχας δεν θα διαρπαζόταν. Επίσης δυο εντεταλμένοι του κυβερνήτη της Γένοβας στάλθηκαν σε υπηρεσιακή αποστολή με σκοπό την πάταξη των διοικητικών καταχρήσεων και να λάβουν μέτρα κατά των τόσο συχνών φαινομένων αταξίας και απειθαρχίας κατά της εξουσίας του κυβερνήτη. Σχετικά με την άμυνα, στρατιωτικές δυνάμεις ανακατανεμήθηκαν στα πιο τρωτά σημεία επίθεσης και ο βυθοκόρος καθαρισμός του λιμανιού οργανώθηκε και εκτελέστηκε με επιτυχία. Οι αποφάσεις σχετικά με την άμυνα και τα συνεπαγόμενα έξοδα έπρεπε να ληφθούν ομόφωνα και να τεθούν σε εφαρμογή από μια επιτροπή στην οποία ο κυβερνήτης και συγκυβερνήτες ήταν μέλη.

Στις 15 Ιουνίου 1513, η μίσθωση του νησιού ανανεώθηκε για μια ακόμα περίοδο 29 ετών με τον όρο ότι μια επιτροπή έπρεπε να διοριστεί και να αποφασίσει σε ποιο νόμισμα έπρεπε να γίνει η καταβολή των χρημάτων, καθώς το υποτιμημένο νόμισμα αποτελούσε ακόμα σημείο διαμάχης σε κάθε συναλλαγή. Την ανανέωση του συμβολαίου ακολούθησαν μερικές ουσιαστικές αλλαγές στη διοίκηση, που έγιναν δεκτές με ικανοποίηση και από τις δυο πλευρές, πράγμα το οποίο επανέκτησε την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των Μαονιτών και της Γένουας σε μια περίοδο μεγάλης ανασφάλειας. Μετά τη συμφωνία, τα έργα οχύρωσης των τειχών και της ενδυνάμωσης της άμυνας άρχισαν να προοδεύουν με γρήγορο ρυθμό και ήταν σαφές ότι προς το τέλος των προγραμματισμένων τροποποιήσεων, το νησί θα επανακτούσε τη χαμένη του στρατιωτική αυτοπεποίθηση. Ωστόσο, εκτός του νησιού, οι πειρατές συνέχιζαν τις δραστηριότητές τους σε βάρος Γενουατικών πλοίων. Το 1516, ο Δομένικος Ιουστινιάνη στάλθηκε ως απεσταλμένος στο Σουλτάνο για να ανακτήσει ένα φορτίο και οι Μαονίτες χάρηκαν με τη διαλλακτική στάση των Τούρκων να το επιστρέψουν. Στη διάρκεια των χρόνων που ακολούθησαν, οι σχέσεις μεταξύ των δυο πλευρών μπορούν να χαρακτηριστούν φιλικές και η συνεργασία στο εμπόριο της περιοχής ήταν ικανοποιητική με δεδομένο ότι οι Χιώτες είχαν πάρει άδεια εισαγωγής σιταριού από την Τουρκία. Ωστόσο, αυτά τα σημάδια καλής θέλησης δεν απότρεψαν τους Μαονίτες να συνεχίσουν τις προετοιμασίες για την άμυνα του νησιού με την ενίσχυση των τειχών και των άλλων οχυρώσεων του νησιού παρότι δεν υπήρχε άμεση ανάγκη.

Στο ίδιο διάστημα, οι δαπάνες της Μαόνα ήταν εκτός ελέγχου, υπό την έννοια ότι δεν ισοσταθμίζονταν από τα έσοδα του νησιού. Τα χρέη αυξάνονταν και η κατάσταση άρχισε να γίνεται επικίνδυνη. Οι κυβερνήτες της Χίου ζήτησαν βοήθεια και συμβουλές από τους ομολόγους τους στη Γένουα το 1522, αλλά η απάντηση που έλαβαν απέκλειε κάθε δυνατότητα περαιτέρω οικονομικής στήριξης και συνοδεύονταν από μια ισχυρή και μάλλον δεικτική σύσταση που τους προέτρεπε έντονα να μειώσουν τα έξοδα και να επιδείξουν την απαιτούμενη σοβαρότητα και την αναμενόμενη υπευθυνότητα που όριζαν οι περιστάσεις. Επίσης συνέστησαν στους Μαονίτες να είναι άκαμπτοι με τους οφειλέτες και με αυτούς που ήταν απείθαρχοι στο νόμο που εκπροσωπούσαν οι τοπικές αρχές, πριν να είναι πολύ αργά. Ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι η σχέση μεταξύ της Μητέρας Πατρίδας και των Μαονιτών της Χίου έφτανε σε αδιέξοδο, καθώς η έλλειψη εμπιστοσύνης, ανεκτικότητας και σεβασμού είχε παγιωθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Εντωμεταξύ ένας νέος κυβερνήτης προσλήφθηκε, με έντονες συστάσεις να αποφύγει να προκαλέσει τους Τούρκους και να είναι ακριβής στην πληρωμή του φόρου στο Σουλτάνο. Τον συμβούλεψαν να διατηρήσει την έννομη τάξη και τη δικαιοσύνη και να αποτρέψει την κοπή υποτιμημένων νομισμάτων στο νησί. Επίσης, ενθαρρύνθηκε να ολοκληρώσει τα αμυντικά έργα δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα τείχη κοντά στον Άγιο Φραγκίσκο και στις επάλξεις συγκεκριμένων πύργων.

Το 1522, ο Σουλεϊμάν ο Α’, που είχε διαδεχθεί το Σελίμ τον Α’ μετά το θάνατό του το 1520 έστρεψε την προσοχή του προς την κατάληψη της Ρόδου, η οποία βρισκόταν υπό τη διοίκηση των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ για παραπάνω από δυο αιώνες. Οργάνωσε ένα στόλο 300 πλοίων που μετέφερε 300.000 στρατιώτες, που αποβιβάστηκαν στον κόλπο του Περαμπολίνο στη Ρόδο και ξεκίνησαν την πολιορκία, που κράτησε για έξι μήνες. Οι κάτοικοι της Ρόδου αντιστάθηκαν στη σφοδρή επίθεση αλλά τελικά ηττήθηκαν. Μέχρι το τέλος του χρόνου το νησί ήταν κάτω από τον Τουρκικό έλεγχο και παρέμεινε έτσι μέχρι το 1911, οπότε καταλήφθηκε από τους Ιταλούς. Αυτές οι ατυχείς εξελίξεις ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικές για την τύχη και τη μελλοντική προοπτική της Χίου, που ήταν τώρα η μόνη Γενουατική αποικία στην Ανατολή. Οι Χιώτες ήταν πλέον πεπεισμένοι σχετικά με την απληστία και την εχθρικότητα των άπιστων και έβλεπαν το τέλος τους να πλησιάζει.

Οι Τούρκοι ήταν πιο κοντά από ποτέ και είχαν διευκολυνθεί τα μέγιστα από την πολιτική αστάθεια στη Γένουα και σε όλη την Ιταλική χερσόνησο, αλλά και από τη διοικητική ανεπάρκεια και την έλλειψη κεφαλαίου που δοκίμαζε η Χίος. Την ίδια δεκαετία στην Ιταλία, μετά από μια σειρά πολιτικών αναταραχών μεταξύ του 1525 και του 1528, η Γένουα ελευθερώθηκε από τους Γάλλους το Σεπτέμβριο του 1528. Τα δυο πολιτικά κόμματα, που είχαν υποστηρίξει τη διοίκηση κάτω από την επιτήρηση του Δούκα του Μιλάνου αρχικά και του Βασιλιά της Γαλλίας μεταγενέστερα, καταργήθηκαν και απομακρύνθηκαν από τη δημόσια ζωή της Δημοκρατίας. Η Γένουα ήταν ξανά ένα ανεξάρτητο, κυρίαρχο κράτος που περιλάμβανε τις δυο Λιγυρικές ακτές (Riviera di Levante, Riviera di Ponente) καθώς και τη Σαβόνα εντός των συνόρων της

Η κατάκτηση της Χίου από τους Οθωμανούς Τούρκους. 1528-1566.

Τα γεγονότα που περιγράφτηκαν προηγουμένως επηρέασαν βαθύτατα τη Χίο και παράλληλα τράβηξαν την προσοχή των Τούρκων που είχαν ήδη εξαπλωθεί στη Μεσόγειο. Είχαν εισβάλει στην Κροατία, στην Αλβανία και είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Ελλάδας, πέραν των κατακτήσεων της Σερβίας, Βοσνίας και Ερζεγοβίνης και είχαν καταφέρει να ενοχλήσουν ακόμα και τις ακτές της Ιταλικής χερσονήσου καταλαμβάνοντας τον Υδρούντα (Ότραντο) έστω και για λίγο χρονικό διάστημα. Κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 16ου κατέκτησαν τη Βόρεια Αφρική, από τη Αίγυπτο ως την Αλγερία, και κατάφεραν να προσαρτήσουν τη Μεσοποταμία και τη Συρία. Μέχρι το 1526, κατέλαβαν τη Βούδα στην Ουγγαρία και το 1529 πολιόρκησαν ανεπιτυχώς τη Βιέννη για δυο μήνες. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία διατηρούσε ισχυρότατες στρατιωτικές δυνάμεις που ήταν τόσο καλά οργανωμένες, εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες που αποτελούσαν μια πολεμική μηχανή, η οποία δεν μπορούσε να ηττηθεί εύκολα. Επιπλέον, η δεσπόζουσα πολιτική της δύναμη, που στηριζόταν από τη στρατιωτική υπεροχή των Τούρκων εξώθησε αρκετά ανεξάρτητα κράτη όπως η Μολδαβία, η Βλαχία και μερικές άλλες υπερδυνάμεις, όπως η Αυστρία και η Βενετία, να καταβάλουν φόρους υποτέλειας ή να κάνουν εισφορές στο Σουλτάνο, έτσι ώστε να ικανοποιούν τους Τούρκους πολιτικά και οικονομικά και να τους κρατούν μακριά από τις περιοχές τους.

Η Χίος αποτελούσε ένα από τα νησιά που κατέβαλε φόρο υποτέλειας για πολύ χρόνο και λόγω της εγγύτητάς της σε Οθωμανικά εδάφη της Μικράς Ασίας το μέλλον της διαγραφόταν εξαιρετικά δυσοίωνο. Η Χίος ανήκε στη Δημοκρατία της Γένουας, ένα από τα κράτη που τύγχαναν εχθρικής αντιμετώπισης από την Υψηλή Πύλη. Το μόνο αδύνατο σημείο της Τουρκικής πολεμικής μηχανής ήταν η έλλειψη μιας συνεχόμενα αξιόπιστης ναυτικής δύναμης. Ο Σουλεϊμάν ο Α’ προσπάθησε να βρει αντίδοτο σε αυτήν την αδυναμία με τη στρατολόγηση ανδρών από τις δικές του περιοχές, αλλά σύντομα πείστηκε ότι οι Βαρβαρινοί πειρατές υπό την καθοδήγηση του περιβόητου Χαιρεντίν Μπαρμπαρόσα ήταν η καλύτερη επιλογή. Όσο ο Ανδρέας Δόρια, ο διακεκριμένος Γενουάτης ναύαρχος- που είχε παίξει πρωταρχικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις πριν από την απελευθέρωση των Γενουατών το 1528- ήταν ακόμα ζωντανός, οι Τούρκοι μπορούσαν να επιδείξουν την εχθρότητα τους με λεκτικές απειλές και με την αύξηση του φόρου υποτέλειας που η Μαονα ήταν υποχρεωμένη να πληρώσει.

Ο Βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος ο Ε’ και ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Α’ αναμείχθηκαν σε μια σειρά εχθροπραξιών που κορυφώθηκε το 1532, όταν ο Αυτοκρατορικός στόλος επιτέθηκε και κατέλαβε την Κορώνη, την Πάτρα, και τη Ναύπακτο. Ο Τούρκικος στόλος αποσύρθηκε στο λιμάνι της Χίου και οι Τούρκοι διατήρησαν τις αποστάσεις τους από το επεισόδιο. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Δημοκρατία της Γένουας έδειξε μια ανησυχία που κατέληξε να αποδειχθεί αστήρικτη από τα γεγονότα που ακολούθησαν. Ο Τουρκικός στόλος παρέμεινε στο λιμάνι για μερικές μέρες χωρίς να προβεί σε καμία πράξη βίας και εξέπλευσε σύντομα μετά τα γεγονότα στο Ιόνιο. Η κατάσταση ανασφάλειας παρατεινόταν στη Χίο και οι κάτοικοι του νησιού την αντιμετώπιζαν με φόβο και ανησυχία. Μετά την πτώση της Ρόδου, η Χίος ήταν η μόνη χριστιανική αποικία στην Ανατολή και φαινόταν ότι αργά ή γρήγορα θα υπέκυπτε στον Τουρκικό επεκτατισμό.

Τον επόμενο χρόνο, ο μεγάλος Βεζίρης, Ιμπραήμ Πασάς, διοικητής του Αυτοκρατορικού στρατού προσκάλεσε τον Αντώνιο Ιουστινιάνη, απεσταλμένο των Μαονιτών στην Κωνσταντινούπολη και τον εξέπληξε με τις νέες αξιώσεις του. Του είπε ότι η Υψηλή Πύλη είχε την εντύπωση ότι τη Χίο –νησί φόρου υποταγής- το κυβερνούσαν οι κάτοικοι του και όχι η Γένουα. Η Αυτοκρατορία δε θα μπορούσε να ανεχθεί το γεγονός ότι η Γένουα εξέδιδε διαταγές και διόριζε ανώτατους αξιωματούχους και κυβερνήτη εκ μέρους μιας γειτονικής περιοχής που σχεδόν περιλαμβανόταν στις περιοχές υπό Οθωμανικό έλεγχο. Γι’ αυτό το λόγο, απαίτησε να καθαιρεθεί ο διορισμένος κυβερνήτης και η Χίος να υπόκειται μόνο στη δικαιοδοσία του Σουλτάνου. Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα μεταξύ του τέλους του 1533 και της αρχής του 1534 εξέπληξαν τους Μαονίτες που σύντομα αντιλήφθηκαν ότι δεν είχαν καμία άλλη επιλογή από το να παραδοθούν στη θέληση του Σουλτάνου. Συνεπώς, ο κυβερνήτης καθαιρέθηκε και μεταφέρθηκε στο Πυργί, όπου και περιορίστηκε. Οι Μαονίτες έστειλαν μια διπλωματική Αποστολή με 5,000 δουκάτα στην Κωνσταντινούπολη να αναφέρει την απόφαση να αντικαταστήσει τον πρώην κυβερνήτη. Λίγο μετά την αποχώρηση του κυβερνήτη, έλαβαν μια ακόμα προκλητική διακήρυξη από το Σουλτάνο που τους υπενθύμιζε τις προηγούμενες αξιώσεις του. Αμέσως, προκηρύχθηκαν εκλογές για την ανάδειξη νέου κυβερνήτη, όπως αποφασίστηκε από τους συγκεντρωμένους Μαονίτες και τους Έλληνες ευγενείς, με αποτέλεσμα να εκλεγεί τελικά ο Αλέξανδρος Γκριμάλντι Πατέρας στο ύπατο αξίωμα.

Οι Μαονίτες έστειλαν ένα αντίγραφο του μηνύματος του Σουλτάνου στη Γένουα και πίστεψαν ότι ο κίνδυνος είχε προς το παρόν περάσει. Οι Μαονίτες της Γένουας θορυβήθηκαν από τα καταφθάνοντα νέα και κινητοποιήθηκαν αμέσως δείχνοντας εξαιρετικό ζήλο να βοηθήσουν τη Χίο. Εξέλεξαν ως κυβερνήτη το Δομένικο Ιουστινιάνη, του οποίου η σύνεση και ο άμεμπτος χαρακτήρας ήταν γνωστός σε όλους. Πίστευαν ότι ήταν ικανός να συνεισφέρει στην αποκατάσταση των προηγούμενων καλών σχέσεων με το Σουλτάνο και να φέρει τη ζωή και τη δραστηριότητα του νησιού στο προηγούμενο υψηλό επίπεδο. Οι περισσότεροι από τους Γενουάτες έδειξαν να συμπάσχουν με τους Μαονίτες της Χίου, αλλά υπήρχαν και αρκετοί που ήταν ενοχλημένοι από την κακοδιοίκηση του νησιού. Πίστευαν ότι μια ριζοσπαστική αναδιοργάνωση της δημόσιας ζωής του νησιού και της τοπικής διοίκησης θα μπορούσε να διασφαλίσει την ελευθερία της Χίου, πράγμα το οποίο μπορούσε να επιτευχθεί με τη βοήθεια της σοφίας και της εμπειρίας του Δομένικου Ιουστινιάνη.

Μεταξύ του 1534 και του 1536 ο Σουλεϊμάν ο Α’ είχε φύγει από την Κωνσταντινούπολη για μια στρατιωτική επιχείρηση στην Περσία. Οι Μαονιτες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ανέστειλαν την καταβολή του φόρου υποτέλειας. Πίστευαν ότι αυτές οι καθυστερήσεις στην πληρωμή θα ήταν χρήσιμες στο μέλλον για να επιτύχουν μια μείωση στον οφειλόμενο φόρο ή ακόμα και την απαλλαγή τους από τις δόσεις αυτές. Αντ’ αυτού όμως, τον Οκτώβριο του 1536, αναπάντεχα τους επισκέφθηκε ένας απεσταλμένος από την Κωνσταντινούπολη, ο οποίος απαίτησε εκ μέρους του Σουλτάνου την πλήρη πληρωμή των τριών ετησίων φόρων που εκκρεμούσαν μέσα σε ένα μήνα. Επιπλέον ο φόρος υποτέλειας για το 1537 θα έπρεπε να καταβληθεί μέσα στους επόμενους μήνες. Οι οφειλόμενοι φόροι πληρώθηκαν τελικά με θυσίες. Η συγκέντρωση των απαιτούμενων χρημάτων επιτεύχθηκε με τη διακοπή της κυκλοφορίας χρυσού και αργύρου στην αγορά, οι ποσότητες των οποίων αγοράστηκαν από την Κυβέρνηση και από εθελοντικές συνεισφορές σε χρυσό και ασήμι που προσφέρθηκαν από το λαό της Χίου. Η διοίκηση του νησιού είχε περιέλθει σε μια φοβερή κατάσταση. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η προσοχή των κυβερνητών είχε ολοκληρωτικά εστιαστεί στην προσπάθεια συγκέντρωσης των απαιτούμενων κεφαλαίων για την αποπληρωμή των φορών υποτέλειας. Αυτή η στάση των Μαονιτών κατέληξε στην παραμέληση των άλλων τομέων της δημόσιας ζωής και διοίκησης.

Το 1522, το νησί της Χίου δοκίμασε μια νέα πρόκληση από τους Τούρκους, οι οποίοι πλέον ήταν άμεσα αναμεμειγμένοι στην εκλογή των διοικητικών μελών του νησιού. Ο Σινάμ Πασάς, διοικητής του Τουρκικού στόλου ανέφερε στο Σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Α’ ότι οι Χιώτες είχαν καταπατήσει τους επιβεβλημένους κανόνες που αφορούσαν την εκλογή κυβερνήτη, με την αποδοχή του Φράνκο Σαουλί ως νέου κυβερνήτη τους, ο οποίος είχε επιλεγεί από τη Γένουα. Οι Τούρκοι ισχυρίστηκαν ότι ο νέος κυβερνήτης έπρεπε να απομακρυνθεί, να φυλακιστεί, να κρατηθεί ως όμηρος και απαίτησαν 30,000 δουκάτα από τη Γένουα. Ο απεσταλμένος των Μαονιτών στην Πόλη, Πέτρος Ιουστινιάνης, ανέφερε τις Τουρκικές απαιτήσεις μαζί με πληροφορίες σχετικά με τις προθέσεις του Τουρκικού στόλου να ξεκινήσει μια πορεία επιτήρησης στο Αιγαίο.

Οι Μαονίτες έλαβαν σοβαρά υπόψη τους τις πληροφορίες αυτές και συγκέντρωσαν μια επιτροπή με σκοπό να αποφασίσουν σχετικά με τα απαιτούμενα μέτρα που θα αποσκοπούσαν στην καλύτερη δυνατή διαχείριση της κατάστασης. Σύντομα αντιλήφθηκαν ότι ο μόνος τρόπος να διασφαλίσουν το νησί ήταν να υποκύψουν στις Τουρκικές απαιτήσεις. Κάλεσαν τον κυβερνήτη να εγκαταλείψει τη θέση του και πριν την αναχώρησή του να διορίσει τον αντικαταστάτη του. Έτσι ο νέος κυβερνήτης φαινομενικά θα εκλεγόταν από τους Μαονίτες σύμφωνα με την επιθυμία των Τούρκων, αλλά παράλληλα θα αποτελούσε μια προσωπική επιλογή ενός μέλους των Γενουατικών αρχών. Αυτή η απόφαση λήφθηκε με κριτήριο την ανάγκη επιβίωσης και κάτω από την πίεση των καταστάσεων. Αποτελούσε ένα σοφό συμβιβασμό που θα ικανοποιούσε τις αξιώσεις του Σουλτάνου και θα ήταν στα πλαίσια των κανόνων εκλογής κυβερνήτη. Ο Φράνκο Σαουλί, ο νόμιμος κυβερνήτης υιοθέτησε μια ασαφή στάση απέναντι στις αξιώσεις της επιτροπής, παρότι αποζημιώθηκε πλήρως για τις υπηρεσίες του λαμβάνοντας πλήρως το μισθό του. Οι Μαονίτες δεν μπορούσαν να περιμένουν την ήδη καθυστερημένη απόφαση του Σαουλί και κάτω από την πίεση μιας ενδεχόμενης Τουρκικής αποστολής σε αντίποινα της στάσης τους, αποφάσισαν να εκλέξουν στη θέση του ένα μέλος της Μαόνα ονόματι Ιουλιανός Ιουστινιάνης- Πατέρας. Στην αρχή του 1553, οι κυβερνήτες ανέφεραν αυτά τα γεγονότα στις Γενουατικές αρχές ζητώντας παράλληλα και την επίσημη αποδοχή και επανέγκριση των αποφάσεων τους.

Κατά τη διάρκεια των δέκα επόμενων χρόνων, πολιτικά και εκκλησιαστικά προβλήματα προέκυψαν, τα οποία έμπλεξαν τη Χίο σε μια χαοτική σειρά γεγονότων, στα οποία αναμείχθηκαν εκτός από τους Τούρκους και τους Γενουάτες, και ο Γάλλος βασιλιάς αλλά και ο Πάπας που έδειχνε να ανησυχεί για τη συνύπαρξη των πολιτικών και θρησκευτικών αρχών στο νησί. Εντωμεταξύ οι Γάλλοι δεν είχαν τον παραμικρό δισταγμό να συμμαχήσουν με τους Τούρκους και να λεηλατήσουν Χριστιανικές πόλεις στις Λιγυρικές ακτές. Μέχρι το 1565, η πολιτική κρίση είχε κορυφωθεί και ο κυβερνήτης Βικέντιος Ιουστινιάνης έγραψε στη Γένουα ζητώντας οδηγίες και συμβουλές σχετικά με αρκετά θέματα, χωρίς όμως να λάβει καμία απάντηση. Η έλλειψη ενδιαφέροντος για την τύχη της Χίου από την πλευρά της Μεγαλοπρεπούς Δημοκρατίας οδήγησε σε ένα χαοτικό κύκλο γεγονότων χαρακτηριζόμενων από βίαιες εκδηλώσεις και σοβαρά ξεσπάσματα κακοδιοίκησης, τα οποία παρέμειναν ατιμώρητα.

Τον Απρίλιο του 1566, η Γενουατική κατάκτηση του νησιού πέρασε στην ιστορία. Στις 13 Απριλίου του 1566 (παραμονή του Πάσχα), ο τουρκικός στόλος αποτελούμενος από μάλλον περισσότερα από 100 σκάφη κάτω από τις οδηγίες του Πιαλί Πασά κατέπλευσε στη Χίο. Δυο μέρες μετά, οι Μαονίτες και ο Χιακός λαός προσκάλεσαν τους Τούρκους να εισέλθουν στο λιμάνι μέσω αντιπροσωπείας που μετέφερε τους επίσημους χαιρετισμούς και τις ευχές τους στον Τούρκο ναύαρχο. Την επόμενη μέρα, ο Πασάς περιόδευσε το νησί ρωτώντας σε κάθε του στάση τον τοπικό πληθυσμό, αν είχε πληρώσει το ποσοστό που τους αντιστοιχούσε για τη συγκέντρωση του ετήσιου φόρου η χαρατσιού στο Σουλτάνο. Όλες οι απαντήσεις που έλαβε ήταν καταφατικές. Οι φόβοι των Μαονιτών ότι η στάση της Υψηλής Πύλης απέναντι τους είχε αλλάξει –λόγω της διαδοχής του Αλί Πασά από τον Μωχάμεντ Σοκκόλοβιτς στη θέση του Μεγάλου Βεζίρη (πρώτου υπουργού παρά τω Σουλτάνω)- επιβεβαιώθηκαν. Ο Πιαλί Πασάς πριν την αναχώρησή του ενημέρωσε τον κυβερνήτη και τους Μαονίτες ότι η καθυστερημένη οφειλή του φόρου υποτέλειας έπρεπε να καταβληθεί μέσα σε τρεις μέρες. Οι Μαονίτες θορυβημένοι από τις δηλώσεις του ναυάρχου παραπονέθηκαν και ζητήθηκε προθεσμία έξι μηνών. Τότε ο Πιαλί Πασάς, που είχε προηγουμένως χαιρετιστεί και καλωσοριστεί από τους Χιώτες και είχε εκφράσει την εκτίμηση του, έχασε την ψυχραιμία του και συνέλαβε τον κυβερνήτη μαζί με το συμβούλιο του. Ταυτόχρονα, διέταξε τουλάχιστον δέκα χιλιάδες στρατιώτες να αποβιβαστούν και να συλλέξουν υφάσματα για στολές και πανιά. Το φρούριο της Χίου έπεσε στα χέρια των Τούρκων χωρίς καμία αντίσταση και η Χίος παραδόθηκε. Τα 220 χρόνια Γενουατικής κατάκτησης (1346-1566) είχαν τελειώσει (βλεπε χαρτη 5).

Η περιουσία των Μαονιτών δημεύθηκε και οι εκκλησίες της Παναγίας και του Αγίου Κυριάκου μετατράπηκαν σε τζαμιά, αφού προηγουμένως λεηλατήθηκαν. Οι Ιουστινιάνοι εκδιώχθηκαν και ένας αριθμός από αυτούς φυλακίστηκε στον Καφφά. Σε αρκετούς από αυτούς επιτράπηκε να επιστρέψουν στο νησί και να επανακτήσουν την ακίνητη περιουσία τους, ενώ πολλοί άλλοι έψαξαν να βρουν καταφύγιο σε διάφορα μέρη στη Δυτική Ευρώπη. Δεκαοκτώ νέοι, γιοι διακεκριμένων μελών της Μαόνα μαρτύρησαν για την πίστη τους. Η Τουρκική κατάκτηση αποδείχθηκε σκληρότερη για τους καθολικούς παρά για τους Ορθοδόξους. Αυτό μάλλον οφειλόταν στην συμμαχία των Γενουατών με το βασιλιά της Ισπανίας, ένα εχθρό του Σουλτάνου εκείνη την περίοδο και στις δυσμενείς διπλωματικές σχέσεις και στην αντιπαλότητα μεταξύ των δυο κρατών κατά τη διάρκεια των δυο-τριών τελευταίων αιώνων.

Οι λόγοι της πτώσης της Χίου στους Τούρκους ‘εν κατακλείδι’.

Οι πιο σημαντικοί λόγοι που οδήγησαν στην Τουρκική κατάκτηση ήταν η πολιτική αστάθεια στη Γένουα και η έλλειψη οικονομικής υποστήριξης. Η αυξανόμενη αμέλεια και αδιαφορία των Γενουατών συνοδεύτηκε από τις Τουρκικές αξιώσεις του 1534 και του 1552 που διατυπώθηκαν από τον ίδιο το Σουλτάνο, ο οποίος θεωρούσε τη Χίο ως κομμάτι της επικράτειάς του. Όντας απομονωμένει από τη μητέρα πατρίδα, οι Μαονίτες της Χίου μειονεκτούσαν στο ότι όλοι οι εχθροί της Ναυτικής Δημοκρατίας της Γένουας τους μεταχειρίζονταν δυσμενώς ως Γενουάτες, χωρίς όμως οι ίδιοι να απολαμβάνουν τα πλήρη δικαιώματα ή τα όποιοα προνόμια από τη Γενουατικη υπηκοότητα. Μετά την πτώση της Χίου, το εναπομείναν χριστιανικό και Δυτικο-ευρωπαϊκό προπύργιο στην Ανατολή ήταν η Κρήτη, υπό Βενετική διοίκηση, που ακολούθησε την ίδια μοίρα έναν αιώνα αργότερα μετά από πολιορκία που διήρκησε από το 1648 μέχρι το 1669. Κανένα άλλο Δυτικο-ευρωπαϊκό έθνος ή κράτος δε γύρισε στην Ανατολή μέχρι το 1878, όταν οι Βρετανοί απέκτησαν την κυριαρχία της Κύπρου.

Η Ελληνο-Γενουατική Κοινωνία

Οι κοινωνικές τάξεις

Έλληνες και Λατίνοι έζησαν μαζί στη Χίο και συνυπάρξανε στον πολιτικό και επαγγελματικό στοίβο για περισσότερο από 200 χρόνια, αφήνοντας αναπόφευκτα το στίγμα τους στην ιστορία του νησιού. Η καθημερινή ζωή, ο κίνδυνος της Τουρκικής κατάκτησης, τα οικονομικά συμφέροντα και το νησί αυτό καθ’ εαυτό έφεραν τις δυο εθνικές κοινότητες κοντά και παρεμπόδισαν την αρχική προκατάληψη και αντιπαλότητα να επικρατήσει. Ένα συνεχώς αυξανόμενο συναίσθημα εμπιστοσύνης αναπτύχθηκε μεταξύ των δυο ομάδων, που βασίζονταν σε κοινά συμφέροντα , καλή πίστη και μεικτούς γάμους. Παρ’ όλες τις γνωστές θρησκευτικές διαφορές και το σημαντικό πολιτιστικό χάσμα μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, οι καθημερινές προσωπικές σχέσεις επικράτησαν των διαφορών που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Οι αυτόχθονες Έλληνες –όπως ήταν αναμενόμενο- υπερτερούσαν αριθμητικά έναντι των Γενουατών αποίκων. Αν βασιστούμε σε πρόχειρους υπολογισμούς και γραπτές περιγραφές ιστορικών και περιηγητών, ο πληθυσμός των Ελλήνων πρέπει να ήταν πάνω από 12,000 και αυτός των Μαονιτών δε θα έπρεπε να υπερέβαινε τα 2,000 μέλη. Συνεπώς, ο ανομοιογενής πληθυσμός του νησιού ήταν διαιρεμένος σε δυο καλά διαχωρισμένες εθνικά ομάδες, που αντιπροσώπευαν δυο διαφορετικούς πολιτισμούς. Ωστόσο, τα δυο κύρια κοινωνικά τμήματα της Χιακής κοινωνίας ήταν υποδιαιρούμενα σε περισσότερες τάξεις.

Η κυρίαρχη τάξη ήταν οι Μαονίτες, οι οποίοι εγκατέλειψαν τα αρχικά επίθετά τους και υιοθέτησαν το επίθετο Ιουστινιάνης στα τέλη του 14ου αιώνα, που έγινε ένα από τα 28 αδελφάτα-συνεταιρισμούς της Γένουας, τα οποία ήταν ομάδες οικογενειών συναθροισμένες. Αυτές οι οικογενειακές ενώσεις του 14ου αιώνα, που ονομάζονταν Alberghi (ενικός¨ Albergo) άλλαξαν την πολιτική κατάσταση αλλά και το status quo της αριστοκρατίας στη Γένουα. Αυτή η μεταρρύθμιση στο αστικό καθεστώς της Γενουατικής κοινωνίας και αριστοκρατίας επικράτησε τελικά το 1528, όταν η Γένουα κέρδισε την ανεξαρτησία της από τους Γάλλους. Τα μέλη των οικογενειών-φατριών ή ενώσεων (Αλμπέργκο) δεν είχαν απαραίτητα δεσμούς αίματος μεταξύ τους, αλλά προέρχονταν από διαφορετικές οικογένειες, οι οποίες είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους αλλάζοντας τα αρχικά επίθετά τους κατόπιν αμοιβαίας συμφωνίας. Όλα τα μέλη των ενώσεων (Alberghi) είχαν ακριβώς τα ίδια δικαιώματα και προνόμια και είχαν να εκπληρώσουν τις ίδιες υποχρεώσεις. Οι οικογένειες που πρόσφεραν τα επίθετα τους για το σχηματισμό των ενώσεων αυτών ήταν διακεκριμένες, ευυπόληπτες, με μεγάλη επιρροή και αριθμούσαν πολυάριθμα μέλη με τουλάχιστον έξι οικογενειακά παρακλάδια με αυτό το επίθετο. Τα ονόματα των Alberghi (Αλμπέργκι) στα οποία όλες οι οικογένειες έπρεπε να προσαρτηθούν και να υιοθετήσουν τα επίθετα τους ήταν αλφαβητικά οι Κάλβι, Καττάνεο, Τσεντουριόνε, Τσίμπο, Τσίκαλα, Ντε Φορνάρι, Ντε Φράνκι, Ντε Μαρίνι, Ντι Νέγκρο, Ντόρια, Φιέσκι, Τζεντίλε, Ιουστινιάνι, Γκρίλλο, Γκριμάλντι, Ιμπεριάλε, Ιντεριάνο, Λέρκαρο, Λομελλίνο, Νεγκρόνε, Παλλαβιτσίνο, Πινέλλι, Προμοντόριο, Σαλβάγκο, Σαουλί, Σπινόλα, Ουσοντιμάρε και Βιβάλντι (Calvi, Cattaneo, Centurione, Cibo, Cicala, De Fornari, De Franchi, De Marini, Di Negro, Doria, Fieschi, Gentile, Giustiniani, Grillo, Grimaldi, Imperiale, Interiano, Lercaro, Lomellino, Negrone, Pallavicino, Pinelli, Promontorio, Salvago, Sauli, Spinola, Usodimare and Vivaldi) (βλεπε φωτο 4).

Η δεύτερη κυρίαρχη τάξη στην ιεραρχία της Χιακής κοινωνίας αποτελείτο από τους Έλληνες ευγενείς, οι οποίοι συνέχισαν να διατηρούν τους τίτλους, την περιουσία και τα προνόμια που τους είχαν παραχωρηθεί από τις Βυζαντινές αρχές και μετά τη Γενουατική κατάκτηση. Σύμφωνα με την συμφωνία παράδοσης του 1346, οι Έλληνες που κατοικούσαν εντός των τειχών του κάστρου –γνωστοί ως καστρινοί- έπρεπε να μεταφερθούν στην περιοχή του Εγκρεμού (Burgus Graecorum) και να πουλήσουν ή να μισθώσουν τα σπίτια τους στους Γενουάτες ευγενείς, που αποτελούσαν τα στρατιωτικά και διοικητικά μέλη των νεο-εγκαθιδρυμένων Γενουατικών αρχών (βλεπε χαρτη 6, διοικητικος χαρτης). Οι Έλληνες ευγενείς της Χίου κατάγονταν από τη Βυζαντινή αριστοκρατία. Κάποια διακεκριμένα μέλη της Βυζαντινής αριστοκρατίας είχαν εγκατασταθεί σε μερικά νησιά όπως η Χίος λόγω της αυξανόμενης πίεσης που είχαν προκαλέσει οι Τουρκικές εισβολές στη Μικρά Ασία το 12ο αιώνα. Έλαβαν άδεια από τον αυτοκράτορα να εγκατασταθούν στο νησί και να αποκτήσουν γη και εισοδήματα τα οποία μπορούσαν να εκμεταλλεύονται με φεουδαρχικό σύστημα.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι Γενουάτες σεβάστηκαν την αριστοκρατική θέση και την κοινωνική ιεραρχία των Ελλήνων ευγενών μετά το 1346, όπως μας περιγράφει ο Ιερώνυμος Ιουστινιάνης. Στην ιστορική του αναφορά, που γράφτηκε το 16ο αιώνα περιγράφει τους Έλληνες ευγενείς να είναι ντυμένοι με ένα ξεχωριστό τρόπο και να αποτελούν το κέντρο του ενδιαφέροντος σε διάφορες περιστάσεις συμπεριλαμβανομένων και των χριστιανικών θρησκευτικών εορτασμών. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών αυτών οι Έλληνες ευγενείς δέχονταν τιμές από τον τοπικό πληθυσμό χωρίς να χρειάζεται να αποδώσουν τιμές οι ίδιοι στους Μαονίτες άρχοντες του νησιού. Οι Έλληνες ευγενείς ήταν σε κάποιες περιπτώσεις απαλλαγμένοι από συγκεκριμένους φόρους και κάποιοι από αυτούς είχαν δικαστικές εξουσίες όντας μέλη του τοπικού δικαστηρίου που ονομάζονταν δικαιότατο και αποτελείτο από τέσσερις δικαστές ¨δυο Μαονίτες, ένα Γενουάτη ευγενή και έναν Έλληνα μέλος της αριστοκρατίας. Μερικά από τα ελληνικά επίθετα που αναφέρονται πριν την εποχή των Γενουατών στη Χίο και ήταν ευγενικής καταγωγής ήταν το οικογενειακό όνομα Σκυλίτσης (μάλλον και το πιο αρχαίο), Αργέντης (παλαιάς Γενουατικής προέλευσης), Κορέσσης και Ροδοκανάκης. Άλλα Ελληνικά οικογενειακά ονόματα που αναφέρονται σε συμβολαιογραφικές πράξεις και ιστορικές αναφορές είναι τα επίθετα Αγέλαστος, Καλούτος, Σεβαστός, Βολαστός, Πετροκόκκινος, Ράλλης, Σεκιάρης και αρκετά άλλα.

Η τρίτη κοινωνική τάξη, παρότι υπάρχει διχογνωμία για τη θέση και την καταγωγή της ήταν οι αστοί, οι οποίοι ήταν μέλη της τοπικής κοινωνίας και ενδεχομένως προέρχονταν από διάφορες κοινωνικές αλλά και εθνικές ομάδες. Μια μεγάλη μερίδα της αστικής τάξης ήταν επαγγελματίες, που είχαν νομική υπόσταση διαφορετική από τα άλλα κοινωνικά μέλη, πράγμα το οποίο τους έδινε το δικαίωμα να εκφράζουν τη γνώμη τους και να αμύνονται των συμφερόντων τους. Ο όρος αστός πιθανώς να είναι συνδεδεμένος με τον τόπο της κατοικίας και με ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

Οι κατώτατες τάξεις της κοινωνίας περιλάμβαναν ακτήμονες γεωργούς, καλλιεργητές της μαστίχας και ναύτες, οι οποίοι ήταν Ελληνικής καταγωγής, Εβραίους και ξένους που κατοικούσαν στη Χίο για διάφορους λόγους συμπεριλαμβανομένου και του εμπορίου.

Σχέσεις Ελλήνων/Γενουατών

Η κατάκτηση του νησιού από το ναύαρχο Συμεών Βινιόζο εκ μέρους της Δημοκρατίας της Γένουας σηματοδότησε τη μετανάστευση Γενουατών πολιτών στη Χίο, οι οποίοι έλαβαν κτήματα για να εγκατασταθούν μόνιμα στο νησί. Χωρίς αμφιβολία οι Γενουάτες δεν έφτασαν στη Χίο με σκοπό να γίνουν γεωργοί η φεουδάρχες ανάλογα με την κοινωνική τους θέση. Η πλειοψηφία ενδιαφερόταν για την Ανατολή γενικότερα και για τη Χίο ειδικότερα, γιατί αυτά τα μέρη αποτελούσαν εμπορικούς σταθμούς με τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ευρώπη. Οι Γενουάτες έθεσαν τα οικονομικά δεδομένα βασιζόμενοι στις εμπορικές τους δραστηριότητες και πολύ σύντομα η οικονομική ζωή της Χίου ξεκίνησε να αναπτύσσεται ραγδαία. Τα κατώτατα κοινωνικά στρωματά είχαν ως κύρια ασχολία τους την καλλιέργεια της γης και τη διαχείριση μικρών επιχειρήσεων που βασίζονταν σε παραδοσιακές τέχνες και στη χειροτεχνία. Ωστόσο, οι ευγενείς και από τις δυο πλευρές ασχολήθηκαν με το εμπόριο, επικεντρώνοντας τις προσπάθειες τους στη μαστίχα, το μετάξι και το βαμβάκι. Ασφαλώς ο Γενουατικός πληθυσμός που έφτασε στο νησί μετέφερε και τη τεχνογνωσία του στις διάφορες τέχνες και στη βιοτεχνία και τα πιο διακεκριμένα μέλη του συμμετείχαν στη διοίκηση του νησιού.

Ωστόσο, πολύ γρήγορα οι γηγενείς Έλληνες επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τους Γενουάτες κατοίκους, οι οποίοι σταδιακά υιοθέτησαν τους τρόπους, τα τοπικά έθιμα και τον τοπικό κώδικα ένδυσης και κοινωνικής συμπεριφοράς. Η εξελληνισμένη στάση ορισμένων Γενουατών συνοδεύτηκε από το κοινωνικό φαινόμενο των μεικτών γάμων μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων. Παραδείγματα Γενουατικών οικογενειών που συνδέθηκαν με Ελληνικές οικογένειες με μεικτούς γάμους ήταν οι Σαλβάγκο (βλεπε φωτο 5), οι Γκριμάλντι και οι Καζανόβα, ενώ διακεκριμένες Ελληνικές οικογένειες όπως οι Κορέσσηδες και οι Αργέντηδες (βλεπε φωτο 6) έπραξαν το ίδιο.

Τα κοινά συμφέροντα μεταξύ της Ελληνικής αριστοκρατίας των Αρχόντων όπως ονομάζονταν και των Μαονιτών ενισχύθηκαν από την έλλειψη πολιτικής και στρατιωτικής αντίδρασης αλλά και υποστήριξης προερχόμενης από την Κωνσταντινούπολη. Η γηγενής αριστοκρατία πολύ σύντομα αντιλήφθηκε ότι είχαν παραμείνει αβοήθητοι από τις Βυζαντινές αρχές, που σταδιακά παράδωσαν το νησί στους Γενουάτες. Αναπόφευκτα, το κύριο μέλημα τους έγινε να διατηρήσουν τους τίτλους και τα υπάρχοντα τους στο νησί. Οι Σκυλίτσηδες είχαν ακίνητη περιουσία στην περιοχή του Εγκρεμού και στα Κουκουνάρια στον Κάμπο. Οι Αγέλαστοι στο χωριό Κοινή, στο Γκιάτσο και στο Φραγκοβούνι (βλέπε φωτο 7 Εκκλησία Αγελάστων). Οι Αργέντηδες είχαν εγκατασταθεί σε διαφορετικές τοποθεσίες στον Κάμπο, όπως στο Τάλαρος και στην περιοχή της Βλαταριάς κοντά στο κάστρο. Οι Κορέσσηδες διέθεταν έναν οχυρωμένο πύργο στο Λιθί και κτήματα στον Κάμπο. Οι Γενουάτες από την άλλη δεν αναμείχθηκαν, όσο μπορούσαν, στα Ελληνικά συμφέροντα και σεβάστηκαν τη θέση, την πίστη και τα προνόμια της τοπικής αριστοκρατίας, διατηρώντας ή ακόμα και αυξάνοντας το υψηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων. Κυβέρνησαν το νησί με σύνεση και η κατάχρηση της πολιτικής τους δύναμης σε βάρος των Ελλήνων ήταν περιορισμένη.

Στο χρυσό βιβλίο (libro d’oro) της Γένουας περιέχονται ονόματα ορισμένων Χιακών οικογενειών Ελληνικής καταγωγής εγγεγραμμένα σε κάποιες από τις 28 φατρίες- Alberghi που διατηρούσαν το δικαίωμα να συμμετέχουν στη διοίκηση της Δημοκρατίας μετά το 1528. Αυτές οι οικογένειες είχαν αποκτήσει δεσμούς αίματος με μερικές από τις Γενουατικές οικογένειες ευγενών μέσω μεικτών γάμων. Για παράδειγμα, στη φατρία των Κάλβι ήταν εγγεγραμμένη η οικογένεια των Κορέσσηδων (το όνομα Καλβοκορέσσης προέκυψε από αυτή την ένωση), οι Καζανόβα έγιναν μέλη της φατρίας των Σαουλί, οι Αργέντηδες των Τζεντίλε και οι Πατέριο με το Albergο των Γκριμάλντι.

Η Μαόνα της Χίου. Η εταιρεία που κυβέρνησε το νησί για πάνω από διακόσια χρόνια.

Η Μαόνα της Χίου αποτελεί ένα κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό φαινόμενο, που όμοιό του δεν μπορεί εύκολα να βρεθεί στην Παγκόσμια ιστορία. Σύμφωνα με τον Ιερώνυμο Ιουστινιάνη, κατά προσέγγιση φαίνεται να είναι μια Αριστοκρατία, της οποίας ο διοικητικός ρόλος συμπεριλάμβανε τη συμμετοχή της μητέρας πατρίδας Γένουας, η οποία είχε στην κυριαρχία της το νησί. Οι Γενουατικές Αρχές της Χίου και οι Έλληνες κάτοικοι, η πλειοψηφία του πληθυσμού του νησιού (περίπου το 80 %) ήταν υπήκοοι της Δημοκρατίας της Γένουας, η οποία διόριζε τον Κυβερνήτη. Αρχικά, πολλοί Μαονίτες, μέλη της τοπικής διοίκησης ήταν πολίτες αλλά και κάτοικοι της Γένουας. Τα μέλη της εταιρείας διατήρησαν για παραπάνω από 200 χρόνια το δικαίωμα να εκμεταλλεύονται τα έσοδα που προέκυπταν από τους φυσικούς και οικονομικούς πόρους του νησιού. Σε αντάλλαγμα έπρεπε να πληρώνουν μια ετήσια εισφορά στη Γένουα. Αυτή η εταιρεία ονομάστηκε Μαόνα των Ιουστινιάνι, γιατί όλα της τα μέλη υιοθέτησαν το επίθετο Ιουστινιάνη ή το πρόσθεσαν στο αρχικό επίθετο της οικογένειας τους.

Παρεμπιπτόντως η ετυμολογία της λέξης Μαόνα έχει αποτελέσει αντικείμενο αμφιλεγόμενων υποθέσεων. Ο Ιερώνυμος Ιουστινιάνης πιστεύει ότι προέρχεται από τις Ελληνικές λέξεις ‘μόνος’ ή ‘μονάς’. Κάποιοι σύγχρονοι ειδικοί πιστεύουν ότι η Γενουατική λέξη Μαόνα είναι ένα παράγωγο της Αραβικής λέξης ma’u-nah που σημαίνει εταιρεία.

Οι τρόποι που χρησιμοποίησε η Μαόνα για να θέσει κάτω από τον πολιτικό της έλεγχο το νησί έχουν ήδη περιγραφεί. Εν συντομία, οι πλοιοκτήτες που είχαν συμμετάσχει με δικά τους έξοδα στην αρχική αποστολή με σκοπό την προστασία των Γενουατικών αποικιών της Μαύρης θάλασσας, ζήτησαν αποζημίωση μετά το πέρας της αποστολής. Η Γενουατική κυβέρνηση, ανίκανη να πληρώσει το κόστος της αποστολής συμφώνησε με τους πλοιοκτήτες, οι οποίοι επέτρεψαν στους αποίκους να οργανώσουν μια εταιρεία με σκοπό την εκμετάλλευση των εισοδημάτων του νησιού.

Οι άποικοι δεσμεύτηκαν να αναλάβουν την άμυνα της Χίου και να πληρώνουν ετήσιο φόρο στη Δημοκρατία της Γένουας την οποία αναγνώρισαν ως μοναδική κυρίαρχη δύναμη στο νησί. Δυο χρόνια μετά την αρχική συμφωνία, οι μέτοχοι που ζούσαν στη Γένουα πούλησαν τις μετοχές τους σε μερικούς αποίκους που είχαν ήδη εγκατασταθεί στη Χίο και σε κάποιους άλλους Γενουάτες πολίτες που μετανάστευσαν αργότερα στο νησί. Αυτά τα νέα μέλη της Γενουατικής κοινότητας στο νησί αποτέλεσαν τη Νέα Μαόνα, που αργότερα έγινε γνωστή ως η Μαόνα των Ιουστινιάνοι ή οι Ιουστινιάνοι. Λαμβάνοντας υπ’ όψη ότι η Δημοκρατία της Γένουας ήταν ανίκανη να εξαγοράσει το νησί από τους Ιουστινιάνοι, η Χίος παρέμεινε στην κατοχή τους μέχρι της τελικής πτώσης της στους Τούρκους. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα οι Μαονίτες όφειλαν να πληρώνουν το φόρο υποτέλειας στη Γένουα, όπως έκαναν αρχικά στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο τον Ε’ το 1363 και τελικά στους Τούρκους.

Η συνύπαρξη της Ελληνικής Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Οι Μαονίτες είχαν τη σύνεση να σεβαστούν τα ήθη του ελληνο-ορθόδοξου πληθυσμού του νησιού. Υποσχέθηκαν στους Έλληνες πλήρη θρησκευτική ελευθερία και η Ορθόδοξη εκκλησία της Χίου διατήρησε τις παραδόσεις και το τελετουργικό της. Τα μέλη της Ορθοδόξου εκκλησίας του νησιού είχαν το δικαίωμα βάσει της συμφωνίας παράδοσης του 1346 να λειτουργούν τις εκκλησίες και τις μονές τους, να διατηρούν τον κλήρο και το τυπικό εκλογής μητροπολίτη και να ζουν σύμφωνα με την πίστη τους. Οι Γενουάτες κράτησαν τις υποσχέσεις τους σχετικά με τη θρησκευτική ελευθερία, όπως αποδείχθηκε από τη μεταγενέστερη στάση τους σε πολλές περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της επιστροφής της εικόνας της Θεοτόκου στη Νέα Μονή (που είχε ιδρυθεί από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον μονομάχο) και την επάνδρωση εκ νέου του μοναστηριού μετά την εγκατάλειψη του από τους μοναχούς λόγω του φόβου των Λατίνων. Επιπλέον, η Νέα Μονή δημεύθηκε από τους Έλληνες κατόχους της το 1509 και αποδόθηκε με όλα της τα εισοδήματα στο Λατίνο Επίσκοπο. Ωστόσο, παρόλη την ευνοϊκή μεταχείριση που λογικά τύγχανε από τους Γενουάτες η Καθολική Εκκλησία της Χίου ήρθε αργότερα σε ρήξη με του Μαονίτες σχετικά με την εκκλησιαστική περιουσία στο νησί.

Η έντιμη στάση των Γενουατών και η θρησκευτική ανοχή τους συνεχίστηκε ακόμα και ύστερα από τα γεγονότα της εξέγερσης σε βάρος τους -που χαρακτηρίστηκε ως προδοσία- το Πάσχα του 1347 (1η Απριλίου). Οι Έλληνες του νησιού έχοντας χάσει κάθε ελπίδα σωτηρίας από τον Αυτοκράτορα, προσπάθησαν να οργανώσουν ένα σχέδιο κατά των Γενουατών με επικεφαλής τον Μητροπολίτη. Ήταν η τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να προσαρτήσουν ξανά το νησί στην Αυτοκρατορία με τη δολοφονία των Γενουατών αρχηγών που είχαν συγκεντρωθεί να γιορτάσουν το Πάσχα. Οι συνωμότες συγκεντρώθηκαν στην Εκκλησία του Άγιου Γεωργίου στο Βαρβάσι στον Κάμπο (μεταγενέστερα ονομάστηκε εκκλησία του Άγιου Γεωργίου του Καταδότη), αλλά απέτυχαν να αναλάβουν δράση, γιατί καταγγέλθηκαν από έναν άγνωστο δοσίλογο στους Γενουάτες. Οι συνωμότες συνελήφθηκαν αμέσως και τιμωρήθηκαν παραδειγματικά στην αγχόνη που στήθηκε στην κεντρική είσοδο του κάστρου με εξαίρεση τον Μητροπολίτη που υποχρεώθηκε σε εξορία. Ο Μητροπολίτης αντικαταστάθηκε με τον επονομαζόμενο Δίκαιο, οποίος είχε τις ίδιες αρμοδιότητες αλλά διοριζόταν από τους Μαονίτες και όχι από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, όπως πριν. Έτσι, η διοίκηση της Ορθόδοξου Εκκλησίας του νησιού πέρασε έμμεσα στην επιρροή της Μαόνα.

Ανάμεσα στους κύριους συμμετέχοντες στο σχέδιο, όπως εμφανίζονται μέσα από τις συμβολαιογραφικές πράξεις, ήταν ο Μιχαήλ Κορέσσης και οι αδερφοί του καθώς και ο Βασίλειος Αργέντης, μερικά από τα πιο εξέχοντα μέλη της Ελληνικής Αριστοκρατίας. Οι περιούσιες των συνωμοτών δημεύθηκαν και ένα κλάσμα τους διανεμήθηκε σε αυτούς που είχαν συμμετοχή στη σύλληψή τους. Η ακίνητη περιουσία των καταδικασμένων ονομάστηκε xelimata από την ελληνική λέξη χιλισματικό που σήμαινε δημευμένη περιουσία και προέρχεται από τη λέξη εξαλείφω. Η εκκλησία του Άγιου Γεωργίου του Καταδότη βρίσκεται μέχρι σήμερα στο Βαρβάσι, νότια της περιουσίας του Κωνσταντίνου Κοκκινάκη. Καταστράφηκε από το σεισμό του 1881, αλλά ξανακτίστηκε στο ίδιο μέρος (βλέπε φωτο 8).

Κατά τη διάρκεια της Γενουατικής περιόδου, υπήρχαν εννιά Καθολικές ενοριακές εκκλησίες και δεκατέσσερα μέλη του Καθολικού κλήρου διακόνευαν ως Επίσκοποι Χίου από το 1346 μέχρι το 1566. Η πρώτη αναφορά σε Λατινικό μοναστήρι στη Χίο γίνεται το 1375 για το μοναχικό τάγμα των ιεροκηρύκων που υπαγόταν διοικητικά στο Δομινικανό Τάγμα. Μερικές γραφές που αναφέρονται στα Καθολικά μοναστήρια της Χίου μας κατατοπίζουν σχετικά με την τοποθεσία και τα ονόματα τους, αλλά λίγα είναι γνωστά για αυτά πέραν του ονόματος και του τάγματος στο οποίο ανήκαν. Για παράδειγμα, το μοναστήρι του Άγιου Γεωργίου του Συκούση στην περιοχή των Μαστιχοχωρίων μάλλον ήταν αυτό των Fratres Minores και ένα άλλο μοναστήρι αυτό των Αυγουστίνων μοναχών βρισκόταν στην Απλωταριά στο κέντρο της πόλης. Η μονή των Φραγκισκανών του Άγιου Φαβιανού και Σεβαστιανού μαζί με την Παναγία την Τουρλωτή και τον Άγιο Γεώργιο κοντά στην Τριποταμάτη είναι μερικές από τις πολλές μονές που επίσης αναφέρονται σε γραπτά κείμενα της εποχής. Υπήρχαν ασφαλώς και Ελληνικές μονές, όπως διευκρινίζεται από μια πράξη του δεύτερου μισού του 14ου αιώνα που περιέχει τα ονόματα των μονών του Άγιου Γεωργίου του Σεραπιού, της Άγιας Μαργαρίτας, του Σωτήρα στη Βεστραχάτη και των Αγριλίπων στην Καλαμωτή.

Γενουατική αρχιτεκτονική

Η χαρακτηριστική αρχιτεκτονική δομή του νησιού της Χίου και τα αρχιτεκτονικά πρότυπα που εισήγαγαν οι Γενουάτες.

Ένα από τα κύρια στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς που άφησαν πίσω τους οι Γενουάτες στη Χίο ήταν και η χαρακτηριστική αρχιτεκτονική, της οποίας τα στοιχεία επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας σε πολλά μέρη του νησιού. Το αρχιτεκτονικό πρότυπο πολλών σπιτιών και δημοσίων κτιρίων τράβηξαν την προσοχή πολλών ταξιδιωτών , οι οποίοι εντυπωσιάστηκαν από την ποιότητα και την τεχνοτροπία των κατασκευών σε σύγκριση με άλλα νησιά του Αιγαίου. Οι αρχιτεκτονικές μέθοδοι δόμησης ήταν αποκλειστικά Δυτικο-ευρωπαϊκες παρά Ελληνικες με στοιχεία κατασκευαστικού ύφους παρόμοια, αν όχι ταυτόσημα, με αυτά που ενέπνευσαν τους τεχνίτες που έχτισαν τη Γένουα. Τα Ιταλικά Αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά ξαφνιάζουν ευχάριστα τους επισκέπτες, οι οποίοι εντυπωσιάζονται από το δίχρωμο ασβεστόλιθο, που χρησιμοποιούσαν στην κατασκευή των τοίχων των σπιτιών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα των εναλλασσόμενων καλλιτεχνικών λευκών και μαύρων ή πράσινων σχεδίων σε πέτρα ή μάρμαρο, επιβιώνουν μέχρι σήμερα στο χωριό του Πυργίου και αλλού. Η ομοιότητα στην αρχιτεκτονική προσέγγιση μεταξύ των τοποθεσιών που αναφέρθηκαν παραπάνω και αρκετών κτιρίων στην Πόλη της Γένουας είναι παραπάνω από προφανής, με πιο χαρακτηριστικό και διαπρεπές παράδειγμα τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Λαυρεντίου (San Lorenzo) στη Γένουα .

Από περιγραφές και πίνακες ζωγραφικής συμπεραίνουμε ότι η πόλη της Χίου ήταν μια μινιατούρα της πόλης της Γένουα . Τα κτίρια είχαν μυτερές οροφές και τα σπίτια ήταν καλά κατασκευασμένα με διακοσμημένα και σκαλιστά μάρμαρα, μπαλκόνια και ταράτσες κατασκευασμένα με παρόμοια πέτρα με αυτή που απαντάται στις ακτές της Λιγουρίας. Σε πολλά κτίρια, οι Γενουάτες χρησιμοποίησαν τη κοκκινο-κιτρίνη αμμόπετρα των Θυμιανών δίνοντας έμφαση στις μεγάλες διαστάσεις των θυρών και των παραθύρων. Τα σπίτια ήταν διακοσμημένα με πατώματα φτιαγμένα από χρωματιστά μάρμαρα, υλικό που χρησιμοποιούσαν και στις κολώνες των εισόδων των σπιτιών, στα παράθυρα και στα γύψινα, που ήταν κατά προτίμηση βαμμένα σε χρώμα τουρκουάζ, και με πλατιές κλίμακες (σκάλες) και θολωτά διακοσμημένες οροφές με τα οικόσημα των οικογενειών. Τα σπίτια της Γενουατικής περιόδου είχαν μεγάλες σκεπαστές εισόδους με κολώνες (porticos), σκεπαστούς διαδρόμους, και κήπους ή προαύλια στρωμένα με μάρμαρο με κρήνες, σιντριβάνια ή πηγάδια, με τρεχούμενα νερά που κατέληγαν σε μια δεξαμενή με ψάρια δημιουργώντας έτσι ένα έξοχο διακοσμητικό αποτέλεσμα . Η κύρια είσοδος του σπιτιού ήταν κατασκευασμένη από μεγάλες ξύλινες πόρτες καλυμμένες με χαλκό και οι εξωτερικοί τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με σκαλιστά μάρμαρα, όπως και τα παράθυρα. Ένα άλλο αναπόσπαστο μέρος της Χιακής οικίας κατά τη διάρκεια της Γενουατικής Περιόδου ήταν ο πύργος (είτε ένας κεντρικός ή δύο στα δύο άκρα του σπιτιού), όπως περιγράφεται από πολλούς περιηγητές και παριστάνεται σε πολλούς πίνακες ζωγραφικής όπως αυτός του 16ου αιώνα που φυλάσσεται στο Ναυτικό Μουσείο της Γένουας και παρουσιάζει την πόλη της Χίου. Τα πιο ελκυστικά σπίτια με ταράτσα συνήθως με πύργους βρίσκονταν στην περιοχή του Κάμπου, Νότια της Πόλης, όπου διέμενε η αριστοκρατία του νησιού. Στο Βόρειο τμήμα της πόλης υπήρχε η περιοχή του φρουρίου και οι ανεμόμυλοι.

Γενουατική Τοπογραφία

Η τοπογραφία της πόλης και του νησιού της Χίου κατά την Γενουατική περίοδο.

Η πόλη.

Οι βασικές πηγές πληροφοριών σχετικά με την τοπογραφία της πόλης και του νησιού προέρχονται από περιγραφές ταξιδιωτών και χειρόγραφα συμβολαιογραφικών πράξεων της εποχής. Η πιο δεσπόζουσα κατασκευή της πόλης ήταν το κάστρο, μέσα στα τείχη του οποίου περιλαμβάνονταν μαγαζιά, τα κτίρια της τοπικής διοίκησης και σπίτια. Η περιοχή που περιβαλλόταν από αυτές τις οχυρώσεις ονομάζονταν civitas Chii (Χιακό Άστυ) και οι περιοχές εκτός των τειχών burghi (προάστια).

Το φρούριο της Χίου (civitas Chii quarter ).

Το κάστρο είχε αρχικά χτιστεί από τους Βυζαντινούς και κατά τη διάρκεια της Γενουατικής κατάκτησης η πρώτη αυτή κατασκευή υπήρχε με το όνομα Παλιόκαστρο και το οποίο δάνεισε και το όνομα του στην περιοχή που βρισκόταν κοντά στα τείχη και στο νέο οικοδόμημα του φρουρίου κοντά στο παλιό. Το κάστρο της Χίου, όπως το ξέρουμε σήμερα, κατασκευάστηκε από το Μαρτίνο Ζαχαρία το 1329 και ονομάστηκε νέο φρούριο ή κάστρο. Αμέσως μετά την κατάκτηση του Βινιόζο το 1346, ο Δήμος της Χίου μετατόπισε πολλούς από τους Έλληνες που διέμεναν εντός του κάστρου (περίπου 200 σπίτια άλλαξαν κάτοχο), για να διευκολύνουν την εγκατάσταση Γενουατών αξιωματούχων εντός της Ακροπόλεως. Σε αντάλλαγμα στους Έλληνες προσφέρθηκαν περιουσίες στην περιοχή του Εγκρεμού με συγκεκριμένη τιμή πέρα από κάθε διαπραγμάτευση. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις ενός περιηγητή το 1459 με το όνομα Αντρέ Θεβέτ, οι παρατηρήσεις του οποίου επαληθεύονται από τον Ιερώνυμο Ιουστινιάνη, το κάστρο της Χίου είχε τρεις πύλες εκ των οποίων δύο σώζονται σήμερα. Δυο από τις τρεις πύλες, δηλαδή αυτές που οδηγούσαν προς την πλατεία και την αγορά, άνοιγαν με πτυσσόμενες γέφυρες. Η τρίτη πύλη έβλεπε στο λιμάνι και διέθετε μια μεγάλη χτιστή γέφυρα από πέτρα και μάρμαρο, την οποία χρησιμοποιούσαν για τα εμπορεύματα που ξεφορτώνονταν κοντά στο τελωνείο. Η πύλη αυτή δε σώζεται σήμερα. Σε κάποια σημεία των τειχών, υπήρχαν πύργοι, τρεις από τους οποίους ήταν χτισμένοι πάνω από τις πύλες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ανάμεσα στους πύργους, ο πιο γνωστός και ο πιο συζητημένος στα γραπτά του 15ου αιώνα είναι αυτός που ήταν απέναντι στο λιμάνι.

Προς το τέλος της Γενουατικής περιόδου, όπως περιγράφεται από τον Ιουστινιάνη, το Ανώτατο Δικαστήριο βρισκόταν εκτός των τειχών σε μια πλατειά που λεγόταν Πλατειά Ιουστινιάνη κοντά στην πλατεία που βρισκόταν το παλάτι (Μέγαρο) του Κυβερνήτη (Podesta’). Μέσα στο κάστρο υπήρχε μια φυλακή που περιλάμβανε ένα πύργο και περιβάλλοντα χώρο και το μέγαρο του Αρχιεπισκόπου. Επίσης ένα από τα πιο σημαντικά φιλανθρωπικά ιδρύματα του νησιού που προοριζόταν για τους φτωχούς ήταν το νοσοκομείο του Αγίου Αντωνίου που βρισκόταν στην περιοχή του κάστρου. Επιπλέον υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερις εκκλησίες εντός του φρουρίου. Η σπουδαιότερη όλων ήταν αυτή που ήταν αφιερωμένη στην Παναγία (Santa Maria) και αποτελούσε μια από τις εννιά ενοριακές εκκλησίες του νησιού, όπου πολλοί διακεκριμένοι Μαονίτες είχαν οικογενειακούς τάφους. Η συνοικία της Παναγίας εντός των τειχών (Santa Mariα) πήρε το όνομα της από την ομώνυμη εκκλησία. Εντός των ορίων της εκκλησίας της Παναγίας βρισκόταν το παρεκκλήσιο της αδελφότητας των Disciplinati. Επίσης στα πέριξ της περιοχής του κάστρου βρισκόταν και ο ναός του Αγίου Γεωργίου (μια ακόμα ενορία), που έδωσε το όνομα του σε μια ακόμα περιοχή του κάστρου, που επιβιώνει μέχρι σήμερα. Ακόμα, εντός των ορίων του κάστρου υπήρχαν οι εκκλησίες του Αγίου Κυριάκου (San Domenico), του Αγίου Νικολάου (San Nicolas) καθώς και της Αγίας Αθανασίας (Santa Atanasia).

Εντός των συνόρων του Χιακού Άστυ τοποθετείται και η περιοχή Contrata mastica , όπου λάμβανε χώρα το εμπόριο της μαστίχας και βρισκόταν τα γραφεία διακίνησης της. Η συνοικία Pasqualis Jesupi όπως αναφέρεται σε συμβολαιογραφικές πράξεις περιλαμβανόταν στις εντός των τειχών περιοχές.

 

Τα περίχωρα. Οι περιοχές της πόλης εκτός των τειχών του κάστρου (Burghi).

Το κέντρο της ζωής της πόλης κατά τη διάρκεια της παρουσίας των Γενουατών στο νησί ήταν η κεντρική πλατεία που ελληνιστί μπορεί να αποδοθεί με το όνομα Πλατεία του Μεγάρου (Platea Palatii or Platea Banchorum), γιατί βρισκόταν πλησίον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του κυβερνητικού Μεγάρου. Η ίδια πλατεία αναφέρεται με διαφορετικά ονόματα όπως ‘Platea Curia de Bancho’, ‘Platea de Palazzo della Curia’, ‘Platea della Loggia’ etc. Η περίστυλος στοά που βρισκόταν στην κεντρική πλατεία ξεχώριζε από το κυβερνητικό μέγαρο ως κτίριο, αλλά ήταν εφαπτόμενη σε αυτό (μάλλον στο ισόγειο του κυβερνείου) και είχε τη μορφή εισόδου με σκεπή και κολώνες (portico), όπου βρισκόταν μαγαζιά. Στην αντίθετη πλευρά της κεντρικής πλατείας, βρισκόταν η Sottoriva, που ήταν ένας μακρύς και σκεπαστός δρόμος, που διέθετε μαγαζιά με διάφορα εμπορεύματα. Αναφέρεται επίσης σε συμβολαιογραφικές πράξεις και το όνομα μιας ευθείας οδού (carrubeus tectus, rectus or clausus). Δίπλα στο λιμάνι, ένα άλλο κτίριο ζωτικής σημασίας για τη διαχείριση των εισοδημάτων του νησιού, το Τελωνείο βρισκόταν κοντά ή πάνω στο βόρειο μόλο στη στενή είσοδο του λιμανιού, όπου η είσοδος στο λιμάνι μπορούσε να διακοπεί με τη βοήθεια μιας αλυσίδας που μπορούσε να τοποθετηθεί μεταξύ των δύο μόλων. Στο τέλος του βορείου μόλου υπήρχε ένας πύργος που ονομαζόταν ‘ακροστικόν’. Στον άλλο μόλο νότια, όπως φαίνεται σε ένα Βενετικό τοπογραφικό χάρτη της πόλης από το 1687, βρισκόταν το νοσοκομείο του Αγίου Λαζάρου (San Lazaro η Lazaretto) που φιλοξενούσε τους λεπρούς.

Κοντά στην κεντρική πλατεία, βρισκόταν και η Αγορά τροφίμων, γνωστή ως Φόρουμ (Forum), και δίπλα η στήλη της δικαιοσύνης παράλληλα στο δίκτυο ύδρευσης που περιέβαλε το Δυτικό τμήμα του κάστρου και τη μικρή Δυτική πύλη (βλέπε φωτο). Στην άλλη πλευρά του δρόμου κατευθυνόμενοι βόρεια πάνω στην Αγορά, απομακρυνόμενοι από την κεντρική πλατεία στην αριστερή πλευρά, κάποιος μπορούσε να απολαύσει την παρουσία κήπων και κτιρίων. Ακολουθώντας αυτήν την κατεύθυνση κανείς θα περνούσε από την εκκλησία της Παναγίας Μαντόνα και της Μικρής Παναγίας. Άλλες περιοχές της πόλης προς τη Νότια πλευρά πηγαίνοντας στον Κάμπο, που είχαν πάρει το όνομά τους από το εμπόριο που λάμβανε χώρα εκεί, ήταν η Απλωταριά (Aplotaria’) , η Μερσεριά (Merceria) , Σαποναριά (Saponaria), Κοντράτα Φουρνόρουμ (Contrata Furnorum), και άλλες. Η περιοχή της Απλωταριάς πιθανότατα πήρε το όνομα της από το εμπόριο και την παραγωγή μεταξιού που γινόταν στην περιοχή. Το ελληνικό ρήμα απλώνω φαίνεται ότι σχετιζόταν με τη παραγωγή, επεξεργασία, βαφή, στέγνωμα και την έκθεση των μεταξωτών υφασμάτων. Στη Μερσεριά, βρισκόταν τα μαγαζιά των υφασματοπωλών και των εμπόρων ψιλικών , που πουλούσαν ύφασμα, κουρτίνες, κλωστές και κάθε είδους υλικών απαραίτητων για ράψιμο. Η Σαποναριά ήταν ακριβώς πίσω από την Κεντρική Πλατεία και είχε πάρει το όνομά της από τις βιοτεχνίες σαπουνιού στην περιοχή, όπως περιγράφονται από τον Ιερώνυμο Ιουστινιάνη, όπως και η Κοντράτα Φουρνόρουμ (Contrata Furnorum) με όλα τα αρτοποιεία.

Άλλες περιοχές στα περίχωρα της Χίου ήταν η Χριονιά, ο Εγκρεμός, η επονομαζόμενη και συνοικία των Ελλήνων, που ήταν πυκνοκατοικημένη από Έλληνες που μεταφέρθηκαν εκεί μετά το 1346. H περιοχή του Εγκρεμού βρισκόταν κατά πάσα πιθανότητα δυτικά της κεντρικής πλατειάς, όπου βρίσκεται και σήμερα η ομώνυμη περιοχή της σύγχρονης πόλης. Η περιοχή της Παροικίας τοποθετείται κατά πάσα πιθανότητα στα όρια της Δυτικής πλευράς, όπου δέσποζε και δεσπόζει ακόμα και σήμερα η Καθολική Εκκλησία του Αγίου Νικολάου πλησίον του Δημοτικού Κήπου. Τέλος σε κάποιες συμβολαιογραφικές πράξεις πολλές φορές αναφέρονται περιοχές, όπως η Τρίπολη Καμπάνα (Tripoli Campana) , η Βλατταριά (κοντά στην Παροικιά) και η Σουμπουρικάνα (Suburicana).

Πολλές συνοικίες και οδοί πήραν το όνομα τους από τις εκκλησίες που ήταν αφιερωμένες σε περιοχές που βρισκόταν εντός και εκτός των τειχών. Η περιοχή Σωτηρία πήρε το όνομα της από την εκκλησία του Σωτήρος που ανήκε στα περίχωρα εκτός των τειχών κοντά στη θάλασσα. Το ίδιο ισχύει για τις συνοικίες του Αγίου Αντωνίου, της Αγίας Ελένης και του Αγίου Ρέμου, που ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο ονομασίας από τις εκκλησίες των πολιούχων αγίων που απαντάται στη Γένουα και αλλού.

 

Τοποθεσίες και τοπωνύμια εκτός της πόλης και πύργοι-καταφύγια στο νησί.

Ο δήμος του Κάμπου στα νότια της πόλης, όπου πολλές διαπρεπείς Ελληνικές και Γενουατικές οικογένειες διατηρούσαν τις περιουσίες και τις πολυτελείς κατοικίες τους, ήταν χωρισμένος σε επιμέρους περιοχές όπως το Βαρβάσι, το Τάλλαρος, η Αστριουδέρα, η Σίβουλη και η Μάσερη. Άλλα μέρη, τα οποία αναφέρονται στα χειρόγραφα της Γενουατικής περιόδου που επιβιώνουν μέχρι σήμερα, περιέχουν τα χωριά Καλλιμασιά, Μερμήγκι, Χαλκιός, Πυργί, Βολισσός, Μεστά, Νεοχώριο, Λιθί, Αμάδες και άλλα. Οι Γενουάτες της Χίου, για να αμυνθούν από τον σταδιακά αυξανόμενο Τουρκικό κίνδυνο, κατασκεύασαν μια σειρά αμυντικών έργων για την προστασία των γειτονικών περιοχών, που εξασφάλιζαν καταφύγιο στους κατοίκους σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης και επίθεσης. Τα αμυντικά έργα είχαν αποκλειστικά προστατευτικό χαρακτήρα και δεν ήταν μέρος του αμυντικού δικτύου του νησιού. Ήταν χτισμένα στο κέντρο του χωριού με εύκολη πρόσβαση, προσφέροντας καταφύγιο στους χωρικούς. Λόγω της Τουρκικής απειλής, οι Μαονίτες ύψωσαν αμυντικούς πύργους, που αποτελούσαν μικρογραφίες φρουρίων, στο Χαλκιός, στο Βερβεράτο, στο Βαρναρίτη κοντά στη Βολισσό, στα Φυτά και στην Πέραμο. Στα Αρμόλια όμως, επαρχία των Μαστιχοχωρίων, το κάστρο ήταν χτισμένο στο λόφο του Απολένιου με τα έξοδα της οικογένειας των Κάμπη-Ιουστινιάνη.

Τουρκοκρατία - Η Χίος κυριεύεται από τον Πιαλή Πασά

Ο σουλτάνος Σουλεϋμάν ο Α’ ο Μεγαλοπρεπής θέλησε να καταστρέψει τη Μάλτα , επειδή ήταν άσυλο όλων των Χριστιανικών πλοίων. Γι’ αυτό όρισε αρχιναύαρχο του στόλου του τον Σελίμη Πιαλή Πασά, Ούγγρο στην καταγωγή και θανάσιμο εχθρό των χριστιανών. Ο σουλτάνος του έδωσε εντολή να καταλάβει τη Μάλτα και στη συνέχεια τη Χίο. Ο σουλτάνος δεν άντεχε να βλέπει τους Ιουστινιάνους, κυβερνήτες της Χίου, να δίνουν άσυλο σε 1000 κάθε χρόνο περίπου αιχμαλώτους των Τούρκων.
Ο Πιαλή Πασάς απέτυχε να κατακτήσει τη Μάλτα και έφθασε στη Χίο, τη Μεγάλη εβδομάδα με 300 πλοία ( 300 αναφέρει ο Ιουστινιάνης, ο Θεοτοκάς και ο Hammer 80), έχοντας μαζί του και τον αντιπρόσωπο των Ιουστινιάνων στην Κωνσταντινούπολη. Οι Μαονείς έστειλαν 12 απεσταλμένους στον Πασά να του προσφέρουν πλούσια δώρα. Ο Πασάς τους έριξε στη φυλακή και στις 17 Απριλίου 1566 μπήκε στο λιμάνι της Χίου. Αποβιβάστηκε με πολυάριθμους στρατιώτες και κατευθύνθηκε προς το παλάτι. Εκεί έβγαλε λόγο στους Μαονείς , κατηγορώντας τους: α)γιατί συνεννοούνταν κρυφά με το Βασιλιά της Ισπανίας, β)γιατί έδιναν άσυλο σε αιχμαλώτους των Τούρκων και γ) δεν πλήρωναν τους φόρους τους. Οι Μαονείς του απάντησαν ότι όλα αυτά ήταν συκοφαντίες και του πρόσφεραν πολλά χρήματα, για να τον δελεάσουν. Ο Πασάς δεν πείστηκε και έδωσε διαταγή να λεηλατήσουν την πόλη. Οι Τούρκοι βεβήλωσαν τους ναούς και τα μοναστήρια, αρπάζοντας άπειρα πλούτη και λάφυρα. Ο Μιχαήλ Ιουστινιάνης αναφέρει ότι, ως εκ θαύματος, το πλοίο που τα μετέφερε στην Τουρκία βυθίστηκε, αν και επικρατούσε γαλήνη. Ο Πιαλή Πασάς άφησε στη Χίο 500 στρατιώτες και 10 πλοία, για να τη φρουρούν.
Αφού κυρίευσαν τη Χίο οι Τούρκοι , οι Μαονείς διασκορπίστηκαν , άλλοι στην Κωνσταντινούπολη , άλλοι στην πατρίδα τους τη Γένοβα, άλλοι στη Ρώμη, Σικελία, Ιταλία, Ινδία , άλλοι πλήρωσαν μεγάλα ποσά στους Τούρκους για να μείνουν στη Χίο. Το 1567 πεθαίνει ο σουλτάνος Σουλεϋμάν και τον διαδέχεται ο γιος του Σελίμης ο Β’. Ο νέος διάδοχος φοβήθηκε να μην ερημωθεί το νησί από τις συνεχείς μεταναστεύσεις. Έδωσε διαταγή να ελευθερωθούν όλοι οι αιχμάλωτοι Ιουστινιάνι στην Κωνσταντινούπολη. Εκείνοι ζήτησαν από το Σελίμη να τους επιστρέψει την πατρίδα τους , που άδικα τους είχε πάρει. Εκείνος αρνήθηκε , τους έδωσε όμως πολλά προνόμια(«αχτιναμέ») και ελευθερία να κάνουν Θρησκευτικές τελετές. Ο σουλτάνος τότε ζήτησε 21 παιδιά(μειράκια) , τα πιο όμορφα και έξυπνα. Τα παιδιά ήταν περίπου 10 χρονών. Οι Τούρκοι τους υποσχέθηκαν τιμές και μεγάλη ανταμοιβή, αν αλλαξοπιστούσαν και αρνούνταν το Χριστό. Όλα εκτός από 3 αρνήθηκαν να «τουρκέψουν» και βασανίστηκαν μέχρι θανάτου από τους Τούρκους.
Η Χίος μετά την υποταγή της στην Οθωμανική αυτοκρατορία έγινε επαρχία στο Εγιαλέτι των νήσων του Αιγαίου και είχε διοικητή το ναύαρχο Καπουδάν Πασά. Η επαρχία Χίου – Ψαρών είχε διοικητή το Μουσελίμη, ο οποίος ήταν απλός επικαρπωτής για δύο χρόνια, αγοράζοντας την επικαρπία από το σουλτάνο για 400.000 γρόσια.

Επανάσταση – Σφαγή της Χίου (1821 – 1822)

Το 1818 ο Παντιάς Ροδοκανάκης και ο Νικόλαος Μυλωνάς αποτάθηκαν στο Δημήτριο Υψηλάντη για την απελευθέρωση του νησιού από τους Τούρκους. Ζήτησαν έτσι ναυτική βοήθεια από τις Σπέτσες , την Ύδρα και τα Ψαρά, που συμφώνησαν με την ιδέα απελευθέρωσης του νησιού. Μεγάλη μερίδα όμως Χιωτών διαφωνούσαν με την ιδέα του ξεσηκωμού, λόγω των προνομίων που κατείχαν στο νησί.
Στις 27 Απριλίου 1821 ο Υδραίος Ιάκωβος Τομπάζης φτάνει στη Χίο με 25 πλοία με σκοπό να παρακινήσει τους Χιώτες να εξεγερθούν κατά των Τούρκων. Στέλνει κάποιον ψαριανό να μεταφέρει το μήνυμα της επανάστασης στην ύπαιθρο και στα χωριά , γιατί γνώριζε την αντίθετη στάση των προκρίτων και των κατοίκων της πόλης. Τρεις Δημογέροντες πήγαν «στου πασά τη βρύση» και επικοινώνησαν μαζί του κρυφά. Εξήγησαν τους λόγους που δεν μπορούσαν να δώσουν βοήθεια, επειδή ο περισσότερος πληθυσμός ήταν άοπλος , άπειρος και απροετοίμαστος. Επίσης του εξήγησαν ότι οι επιπτώσεις στον πληθυσμό των Ελλήνων κατοίκων της Χίου , όπως και των άλλων Χιωτών που είχαν εγκατασταθεί εκτός του νησιού(Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη), θα ήταν τραγικές. Έτσι παρακάλεσαν τον Τομπάζη να φύγει από το νησί. Μετά από 3 μέρες ο στόλος εγκατέλειψε άπρακτος το νησί.
Οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν το γεγονός της άφιξης των ελληνικών πλοίων έξω από το νησί, κάλεσαν τους Δημογέροντες (Μικές Βλαστός, Ιωάννης Πατρικούσης και Χατζή Πολυχρόνης Διοματάρης), για να τους πάρουν πληροφορίες. Οι Δημογέροντες αρνήθηκαν ότι γνωρίζουν κάτι σχετικά και οι Τούρκοι τους ζήτησαν να καλέσουν και άλλους πρόκριτους. Στη συνέχεια ήρθαν 10 πρόκριτοι και ο μητροπολίτης Πλάτων με το διάκονό του Μακάριο Γαρρή. Οι Τούρκοι τους φυλάκισαν στη σκοτεινή φυλακή του κάστρου. Επιπλέον οι Τούρκοι ζήτησαν από τους Χιώτες να παραδώσουν ό,τι όπλα είχαν και να μην κυκλοφορούν τις βραδινές ώρες.
Τον Οκτώβρη του 1821 οι Τούρκοι ζήτησαν στρατιωτική βοήθεια από το σουλτάνο. Πράγματι ήρθαν 1000 στρατιώτες από την Κωνσταντινούπολη και 200 από την Κρήτη. Το Γενάρη του 1822 τρεις Χιώτες πρόκριτοι, οι Θ. Ράλλης, Ι. Σκυλίτζης και Π. Ροδοκανάκης φτάνουν στην Κωνσταντινούπολη ως ενέχυρα και ρίχνονται στη φυλακή.
Το Σάββατο 11 Μαρτίου του 1822 ο Αρχηγός της επανάστασης στη Σάμο , Λυκούργος Λογοθέτης, φτάνει στη Χίο με το Χιώτη Μπουρνιά και με 2500-4500 άνδρες(ο στόλος ήταν 8 μπρίκια και 30 βοηθητικά πλοία). Η απόβαση του Λογοθέτη έγινε ταυτόχρονα στον κόλπο της Αγίας Ελένης και στην Αγκάλη. Στο εντωμεταξύ είχαν ειδοποιηθεί αρκετοί Χιώτες , οι οποίοι έσπευσαν να ενωθούν με τους άνδρες του Λογοθέτη. Ο Βαχήτ Πασάς στέλνει δύο τμήματα στρατού , ένα για να εμποδίσει την απόβαση και ένα άλλο στον Κάμπο, για να πλευροκοπήσει την αποβατική δύναμη του Λογοθέτη. Αρχικά οι μάχες γέρνουν προς την πλευρά των Ελλήνων. Οι Τούρκοι αναγκάζονται να κλειστούν στο κάστρο. Ο Μπουρνιάς με τους στρατιώτες του χτυπούν τους Τούρκους από το Παλαιόκαστρο(σημερινά σχολεία Βουνακίου). Στο ύψωμα της Παναγίας Τουρλωτής μια ομάδα από Σαμιώτες κανονιοβολούν την πόλη. Άλλοι επαναστάτες οχυρώνονται στο «Ψωμί»(Μπέλλα Βίστα), στο λόφο «Ασωμάτων»(Ευαγγελίστρια) και στον κάτω Γιαλό.
Η απελευθέρωση της Χίου έγινε δεκτή από τους Χιώτες με ένα αίσθημα φόβου σχετικά με την έκβαση της επανάστασης. Μάλιστα πολλοί Χιώτες πλούσιοι φεύγουν από το νησί.
Μόλις οι Τούρκοι στην Κωνσταντινούπολη μαθαίνουν το γεγονός της επανάστασης της Χίου, στέλνουν τον Τουρκικό στόλο με ναύαρχο τον Καρά Αλή. Στις 30 Μαρτίου 1822 ο Τουρκικός στόλος (46 πλοία και 7000 στρατιώτες) φτάνει στο βόρειο τμήμα του νησιού. Λίγες ώρες μετά ενώνονται με άλλους ομοεθνείς τους που βγήκαν από το κάστρο και ξεκινούν τη σφαγή , τις λεηλασίες και το κάψιμο της πόλης. Ο Λογοθέτης και ο Μπουρνιάς αποχώρησαν προς το εσωτερικό του νησιού , λέγοντας το σύνθημα « ο σώζων εαυτό σωθήτω».
Τη Μεγάλη Παρασκευή, 31 Μαρτίου 1822, καίγεται ο ναός της Τουρλωτής και δίνεται το σύνθημα στους Τούρκους για γενική αιματοχυσία και αποτέφρωση της πόλης. Από εκείνη τη μέρα και για 4 μήνες φτάνουν Τούρκοι κατάδικοι από τις απέναντι Τουρκικές ακτές με σκοπό το φόνο, τη λεηλασία και τα λάφυρα. Υπολογίζεται ότι κατέφθασαν 40.000 Τούρκοι άτακτοι αυτήν την περίοδο. Ταυτόχρονα ο Βαχήτ Πασάς αναγγέλλει τη διαταγή του σουλτάνου να θανατώνονται βρέφη έως 3 ετών , αγόρια και άνδρες άνω των 12 ετών , γυναίκες άνω των 40 ετών , να αιχμαλωτίζονται κορίτσια και γυναίκες από 3 έως 40 ετών και αγόρια από 3 έως 12 ετών. Γλίτωναν μόνο όσοι ασπάζονταν το μωαμεθανισμό.
Οι περισσότεροι Χιώτες άρχισαν να μετακινούνται προς το εσωτερικό του νησιού για να σωθούν από το μένος των Τούρκων. Τα καταφύγιά τους ήταν αρχικά οι Καρυές, το Αίπος, η Νέα Μονή, το μοναστήρι του Αγίου Μηνά και ο Άγιος Γεώργιος ο Συκούσης.
Το Μεγάλο Σάββατο, 1η Απριλίου 1822 καίγεται η Σχολή της Χίου, σφαγιάζονται σχεδόν όλοι, ακόμα και οι λεπροί. Ο Βαχήτ Πασάς είχε εκδώσει διαταγή ότι όσες γλώσσες και αυτιά του πήγαιναν , τόσα περισσότερα κέρδη θα είχαν.
Στις 2 Απριλίου 1822(Πάσχα) μπαίνουν οι Τούρκοι(15000 άνδρες) στο μοναστήρι του Αγίου Μηνά από ένα μικρό άνοιγμα που υπήρχε στον περίβολο και σφαγιάζουν τους 3000 Χιώτες που είχαν κρυφτεί. Στη συνέχεια πυρπολούν το μοναστήρι. Την ίδια μέρα το ίδιο γεγονός γίνεται και στη Νέα Μονή. Η κατάσταση γενικεύεται και σε άλλα χωριά της Χίου. Οι Σαμιώτες εγκατέλειψαν τη Χίο και έπλευσαν προς τα Ψαρά.
Την Τετάρτη 5 Απριλίου του 1822 βγάζει ανακοίνωση ο Καρά Αλής , πως όσοι Χιώτες παραδώσουν τα όπλα τους και επιστρέψουν στην πόλη , θα αφεθούν ελεύθεροι(αμνηστία). Μάλιστα εξασφάλισαν οι Τούρκοι και επιστολή του φυλακισμένου Μητροπολίτη και των Δημογερόντων , η οποία ανέφερε τις ειλικρινές προθέσεις των Τούρκων. Οι πρόξενοι της Αγγλίας , της Αυστρίας και της Γαλλίας ανέλαβαν να μεταφέρουν την πρόταση στους Χιώτες και να τους πείσουν. Οι Χιώτες εμπιστεύθηκαν τους πρόξενους και άρχισαν να επιστρέφουν και να παραδίδουν τα όπλα τους. Βέβαια, όπως ήταν αναμενόμενο, οι Τούρκοι αθέτησαν το λόγο τους και άρχισαν να σφάζουν όσους κατέβαιναν στην πόλη. Η μεγάλη σφαγή συνεχίστηκε και στην κεντρική Χίο(Βροντάδο , Πιτυός, Θυμιανά και μετά Βορειόχωρα). Στο ακρωτήρι του Κάβο Μελανιός, απέναντι από τα Ψαρά βρήκαν καταφύγιο περίπου 10.000 Χιώτες και περίμεναν τα ψαριανά πλοία να τους μεταφέρουν στα Ψαρά. Δυστυχώς όμως η μεγάλη θαλασσοταραχή τους στάθηκε εμπόδιο και σφαγιάσθηκαν σχεδόν όλοι από τους Τούρκους με απερίγραπτη λύσσα. Ήταν τόσο πολύ το αίμα των αθώων, που η θάλασσα «μελάνιασε» γύρω από τον κάβο και την παραλία.
Στις 18 Απριλίου στην Κωνσταντινούπολη σφαγιάζονται 3 Χιώτες όμηροι (Ράλλης, Σκυλίτζης , Ροδοκανάκης) και άλλοι 60 Χιώτες επιφανείς. Στις 23 Απριλίου του 1822 απαγχονίζονται στην τάφρο του κάστρου της πόλης ο μητροπολίτης Πλάτων , ο διάκονός του Γαρρής και 9 πρόκριτοι. Στη συνέχεια θανατώνονται με τον ίδιο τρόπο και οι δημογέροντες που ήταν φυλακισμένοι ανά δέκα. Τα σκοτωμένα σώματά τους χλευάζονται από τους Τούρκους , οι οποίοι τα ρίχνουν μετά στη θάλασσα.
Λίγες μέρες μετά την καταστροφή , σχεδιάστηκε ναυτική επίθεση του στόλου των τριών ναυτικών νησιών εναντίον του Τουρκικού στόλου στο στενό του Τσεσμέ. Στις 18 Μαΐου πραγματοποιήθηκε η πρώτη επίθεση . Οι έλληνες έκαναν αρκετές ζημιές στον Τούρκικό στόλο , αλλά απέτυχαν να πυρπολήσουν τη ναυαρχίδα του Καρά Αλή. Την 1η Ιουνίου του 1822 ο Κωνσταντίνος Κανάρης μαζί με τον Ανδρέα Πιπίνο και 40 ψαριανούς ξεκίνησαν από τα Ψαρά με 2 πυρπολικά και 4 περιπολικά πλοία και αφού μετάλαβαν των Αχράντων Μυστηρίων , μπήκαν στο στενό της Χίου με βόρειο άνεμο. Κρύφτηκαν και περίμεναν να βραδιάσει. Τέλειωνε τότε το ραμαζάνι των Τούρκων και ξεκινούσε η γιορτή του μπαϊραμιού. Στην τουρκική ναυαρχίδα επικρατούσε χαρά και κέφι με πολλούς καλεσμένους και κάποιες δυστυχισμένες αιχμάλωτες, περίπου 2000 άτομα. Τότε τα δύο πυρπολικά κατάφεραν να μπουν ανάμεσα στα τουρκικά πλοία. Ο Κανάρης κατευθύνθηκε κατά την ναυαρχίδας του Καρά Αλή , ενώ ο Πιπίνος κατά της υποναυαρχίδας. Ο Κανάρης τα κατάφερε να πυρπολήσει την ναυαρχίδα , ενώ ο Πιπίνος δεν τα κατάφερε , γιατί βιάστηκε και έγινε αντιληπτός από τους Τούρκους. Η ναυαρχίδα όμως τυλίχθηκε στις φλόγες και μετά ανατινάχθηκε , σκοτώνοντας και τον Καρά Αλή. Στις 7 Ιουνίου εξαπολύεται και τρίτο γιουρούσι των μαινόμενων Τούρκων στα Μαστιχοχώρια και ολοκληρώνεται η καταστροφή του νησιού.
Το νησί ερημώθηκε. Οι Τούρκοι έφεραν από τον Τσεσμέ άλλους 600 Χριστιανούς για να μαζέψουν τη μαστίχα. Αυτοί όμως αγνοούσαν την καλλιέργειά της και οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να αφήσουν ελεύθερους αρκετούς Μαστιχοχωρίτες για να καλλιεργήσουν τους σχίνους.
Μετά την καταστροφή, από τους 117.000 Χριστιανούς που ήταν ο τότε πληθυσμός της Χίου , έμειναν περίπου 1800 -2000 άνθρωποι. 21.000 ήταν οι φυγάδες (κατέφυγαν στα Ψαρά, Τήνο, Σύρο, Άνδρο, Αγκώνα, Τεργέστη, Μασσαλία, Οδησσό, ΜάλταΛονδίνο) και 52.000 οι αιχμάλωτοι. Υπολογίζουμε δηλαδή ότι σφαγιάσθηκαν περίπου 52.000 Χιώτες.
Η καταστροφή της Χίου συγκλόνισε όχι μόνο τον Ελληνισμό , αλλά και όλη την Ευρώπη. Οι εφημερίδες έγραφαν άρθρα εκφράζοντας τον αποτροπιασμό τους για τη μεγάλη σφαγή. Βιβλία κυκλοφορούσαν στην Αγγλία, Γαλλία , Γερμανία και οι φιλέλληνες προσπαθούσαν να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη για να βοηθήσουν τα θύματα. Από τη μεγάλη σφαγή της Χίου εμπνεύστηκε ο μεγάλος Γάλλος ζωγράφος Ντελακρουά και ο Βίκτωρ Ουγκώ στο ποίημά του «Το Ελληνόπαιδο».

Η περίοδος μετά την επανάσταση έως την απελευθέρωση (1912)

Καταστροφή των Ψαρών(1824)

Ο στόλος των Ψαρών ήταν την εποχή εκείνη , ένας από τους δυνατότερους και πιο έμπειρους στόλους και δικαίως είχε γίνει φόβητρο των Τούρκων. Το 1824 ο σουλτάνος Μαχμούτ ο Β’ συμμάχησε με τον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου και στράφηκε κατά των Ψαρών, αφού προηγουμένως κατέστρεψε την Κάσο. Οι Ψαριανοί ζήτησαν βοήθεια από την ελληνική κυβέρνηση , αλλά κανείς δυστυχώς δεν ενδιαφέρθηκε για το νησί. Έτσι στις 20 Ιουνίου 1824, οι Τούρκοι με 235 πλοία και 14000 στρατιώτες πλησίασαν τις βόρειες ακτές του νησιού. Οι Ψαριανοί πάλεψαν παλικαρίσια , αλλά δεν τα κατάφεραν. Οι Τούρκοι έσφαξαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Κάποιοι Ψαριανοί προσπάθησαν να φύγουν με τα πλοία τους , αλλά από τον πανικό συγκρούστηκαν μεταξύ τους και πνίγηκαν. Η τελευταία σκηνή διαδραματίστηκε στο Παλιόκαστρο , όπου εκεί κρύφτηκαν οι τελευταίοι Ψαριανοί με τα γυναικόπαιδα και ανατίναξαν τις πυριτιδαποθήκες , σκοτώνοντας και όσους Τούρκους βρίσκονταν εκεί. Από τους 7000 Ψαριανούς σώθηκαν μόνο 3600, ενώ από τους 25000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία που ήταν στο νησί, οι 15000 σφάχτηκαν από τους Τούρκους. Χαρακτηριστικοί οι στίχοι του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού :

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη,
περπατώντας η δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλικάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
που ‘χαν μείνει στην έρημη γη…

Η Χίος μετά την αποτυχία της επανάστασης του 1821

Η προσπάθεια για απελευθέρωση της Χίου απέτυχε, έτσι η Χίος παρέμεινε έξω από τα σύνορα του ελληνικού κράτους μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους. Οι κάτοικοι που επέστρεψαν στο νησί μετά την Επανάσταση , αποτέλεσαν τον πυρήνα της ραγδαίας ανάπτυξης του νησιού κατά τον 19ο αιώνα. Από το 1850 άρχισε η πρώτη αξιόλογη προσπάθεια για πνευματική και οικονομική αναδιοργάνωση και κυρίως σημαντική ήταν η επίδοση στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Αρχικά με την ιστιοφόρο και μετά με την ατμοκίνητη ναυτιλία, το νησί κατέλαβε μια από τις πρώτες θέσεις του Ελληνισμού. Το 1889, στη Χίο υπήρχαν περισσότερα από 300 ιστιοφόρα (από τα οποία τα 80 είχαν χωρητικότητα από 500 έως 1100 τόνους) και τέσσερα ατμόπλοια. Στον τομέα της εκπαίδευσης έγιναν κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αξιόλογες προσπάθειες. Το 1885 κτίστηκε το Γυμνάσιο της Χίου και το 1892 η Αστική Σχολή. Το 1884 ανοικοδομήθηκε η Βιβλιοθήκη της Χίου(Βιβλιοθήκη Κοραή) , που αποτελεί σήμερα μια από τις πλουσιότερες βιβλιοθήκες, με παλιές και νέες εκδόσεις.

Ο καταστροφικός σεισμός του 1881

Στις 3 Απριλίου 1881 έγινε ο τρομερός σεισμός, που έμεινε στο στόμα του Χιώτικου λαού σαν η Καταστροφή ή ο Χαλασμός. Το επίκεντρο του σεισμού ήταν στα Μαστιχοχώρια και είχε μέγεθος 6,5 μονάδες της κλίμακας Ρίχτερ. Ο κύριος σεισμός κατέστρεψε περίπου τα ¾ του νησιού. Σκοτώθηκαν περίπου 3600 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 7000. Στα βόρεια του νησιού δε σκοτώθηκε κανένας. Η μεγάλη καταστροφή αποδίδεται στους στενούς δρόμους. Περισσότερο υπέφεραν οι Τούρκοι, οι Έλληνες και οι Εβραίοι, ενώ οι Φράγκοι λιγότερο , γιατί είχαν μεγάλους κήπους τα σπίτια τους. Στην περιοχή του Τσεσμέ της Μικράς Ασίας σκοτώθηκαν συνολικά 55 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 150. Στη Χίο καταστράφηκαν ολοσχερώς τα χωριά: Νένητα, Βουνό, Φλάτσια, Καλαμωτή, Κοινή, Καλλιμασιά, Διδύμα, Νεχώρι, Θυμιανά, Δαφνώνας, Καταρράκτης, Βερβεράτο και Θολοποτάμι. Στη Χώρα(πόλη της Χίου) σχεδόν όλα τα σπίτια καταστράφηκαν. Το κάστρο έπαθε σοβαρές ζημιές και το έδαφος της παραλίας βυθίστηκε κατά 80 εκατοστά. Επίσης μάλλον πρέπει να δημιουργήθηκε παλιρροιακή θαλασσοταραχή(Τσουνάμι) , γιατί βρέθηκε άμμος σε τοίχο σπιτιού.

H Απελευθέρωση της Χίου (1912)

Το 1912 ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει τη Μακεδονία και την Ήπειρο και στη συνέχεια το Γενικό Επιτελείο Στρατού αποφασίζει την απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου. Είχαν προηγηθεί ενέργειες διαφόρων Χιωτών, που είχαν έρθει σε επαφή με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, για να του ζητήσουν βοήθεια για να απελευθερωθούν.
Ο ελληνικός στόλος με ναύαρχο τον γενναίο Υδραίο Παύλο Κουρουνιώτη αναλαμβάνει την απελευθέρωση των νησιών. Πρώτα απελευθέρωσε τη Λήμνο, στη συνέχεια τη Θάσο, την Ίμβρο , την Σαμοθράκη, τα Ψαρά και στις 8 Νοεμβρίου τη Λέσβο. Την 11η Νοεμβρίου του 1912 ο ελληνικός στόλος(3 καταδρομικά «Μακεδονία», «Εσπερία», «Αρκαδία», δύο αντιτορπιλικά «Νέα Γενεά», «Κεραυνός» και 3 μεταγωγικά «Πατρίς», «Σαπφώ», «Εριέττα» με 2500 στρατιώτες) φτάνει έξω από το λιμάνι της Χίου. Οι Χιώτες υποδέχονται το στρατό χαρούμενοι και σίγουροι ότι αυτή την φορά θα καταφέρουν να αποτινάξουν τον Τουρκικό ζυγό.
Από το καταδρομικό Μακεδονία αποβιβάζεται στο λιμάνι μια αντιπροσωπεία και πηγαίνει να διαπραγματευτεί την παράδοση του νησιού. Ο στρατιωτικός διοικητής του νησιού Ζιχνύ Μπέης αρνείται να το παραχωρήσει και ,υπολογίζοντας βοήθεια από τη Μικρά Ασία , δηλώνει ότι θα το υπερασπιστεί μέχρι τέλους. Έτσι μετά την άρνηση των Τούρκων οι Έλληνες στρατιώτες , 3 τάγματα πεζικού και μία ορεινή πυροβολαρχία, αποβιβάζονται στο Κοντάρι(περιοχή αεροδρομίου) με αρχηγό το συνταγματάρχη Νικόλαο Δελαγραμμάτικα. Οι πρώτοι νεκροί από τον ελληνικό στρατό είναι γεγονός και αυτοί είναι ο Εμμανουήλ Ποθητός και ο Ιωάννης Χρυσολωράς. Την επόμενη μέρα ο ελληνικός στρατός μπαίνει στην πόλη της Χίου . Οι Τούρκοι οπισθοχωρούν και πηγαίνουν προς τον Κορακάρη. Οι συγκρούσεις συνεχίζονται και τις επόμενες μέρες , καταλαμβάνονται τα Καμπόχωρα και ο Άγιος Γεώργιος Συκούσης . Στη μάχη του Αίπους σκοτώνονται ο Νικόλαος Ρίτσος και ο Ιωάννης Παστρικάκης. Για 40 περίπου μέρες συνεχίστηκαν οι μάχες και στις 20 Δεκεμβρίου ένας Τούρκος αξιωματικός ενημερώνει το Δελαγραμμάτικα ότι οι Τούρκοι θέλουν να παραδοθούν. Ο Ζιχνύ Μπέης υπογράφει την παράδοση του νησιού την επόμενη μέρα, αφήνοντας δεκάδες πυροβόλα, πυρομαχικά και τρόφιμα. Από τους 2044 αιχμαλώτους , οι βαριά τραυματίες μεταφέρθηκαν στον Τσεσμέ , ενώ οι υπόλοιποι στην Πελοπόννησο. Οι Χιώτες δεν πείραξαν τους αναχωρούντες Τούρκους, δείχνοντας μεγάλη ανθρωπιά.

Μία Απάντηση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

* Ορισμένοι σύνδεσμοι σε αυτήν την ανάρτηση οδηγούν σε συνεργαζόμενες σελίδες. Εάν αγοράσετε κάτι μέσω αυτών, μπορεί να κερδίσω μια μικρή προμήθεια — η οποία ΔΕΝ σας επιβαρύνει σε κάτι! Με αυτόν τον τρόπο το geografikoi.gr συντηρείται και μπορώ και παρέχω το περιεχόμενο του δωρεάν.