Ο Βλαντ Γ΄, γνωστός ως Βλαντ ο Παλουκωτής (Τσέπες στα ρουμανικά), υπήρξε πρίγκιπας (βοεβόδας) της Βλαχίας στα μέσα του 15ου αιώνα. Ήταν η εποχή που η Οθωμανική Αυτοκρατορία άπλωνε την κυριαρχία της πέραν της Βαλκανικής, και αναπόφευκτα ήρθε σε σύγκρουση με το Βασίλειο της Ουγγαρίας, το οποίο κατείχε μεγάλες περιοχές των σημερινών κρατών της Σερβίας, Κροατίας, Ρουμανίας, Αυστρίας, Ουγγαρίας, Τσεχίας και Σλοβακίας. Ο πρίγκιπας Βλαντ υπήρξε πρωταγωνιστική μορφή των συγκρούσεων αυτών και ο πολυτάραχος βίος του δημιούργησε έναν θρύλο γύρω από το όνομά του που τον ακολουθεί μέχρι και σήμερα και τον έκανε γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο.
Μια ζωή γεμάτη βία και αίμα
Ο Βλαντ γεννήθηκε πιθανότατα στη σαξονική πόλη της Τρανσυλβανίας Σιγκισοάρα το 1431, έτος που ο πατέρας του Βλαντ Β’ έγινε ιππότης του Tάγματος του Δράκου (που ιδρύθηκε το 1408 από τον Σιγισμούνδο του Λουξεμβούργου, αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με σκοπό την υπεράσπιση του χριστιανικού κόσμου του από τους Οθωμανούς) και έλαβε το προσωνύμιο Ντράκουλ. Ο μικρός Βλαντ είχε μια μάλλον περιπετειώδη παιδική ηλικία και θα καταλάβετε αμέσως τους λόγους…
Το 1436 ο Βλαντ Β’ έγινε ηγεμόνας της Βλαχίας, σε μια εποχή που το κράτος του ήταν φόρου υποτελές στον Οθωμανό σουλτάνο. Το 1442 δέχτηκε την πρόσκληση του σουλτάνου Μουράτ Β’ να μεταβεί στην αυλή του στην Αδριανούπολη, προκειμένου να επιβεβαιώσουν τη συμμαχία τους. Μαζί του πήρε και τους δύο μικρότερους γιους του, τον δικό μας Βλαντ και τον Ράντου. Εκεί, όμως, ο σουλτάνος συνέλαβε τον πατέρα Βλαντ και ακόμα και όταν τον απελευθέρωσε λίγους μήνες αργότερα, κράτησε ως ομήρους τα δύο παιδιά.
Τα επόμενα χρόνια, και ενώ ο μικρός Βλαντ εξακολουθούσε να παραμένει όμηρος στην αυλή του σουλτάνου, ο πατέρας του ενεπλάκη στους πολέμους ανάμεσα στους Οθωμανούς και το βασίλειο της Ουγγαρίας. Στο στρατόπεδο των Ούγγρων κυριαρχούσε η ηγετική φυσιογνωμία του αντιβασιλιά και βοεβόδα της Τρανσυλβανίας Ιωάννη Ουνυάδη, επικεφαλής των επιχειρήσεων εναντίον των Οθωμανών. Αρχικά ο Βλαντ Β’ βοήθησε τον Ουνυάδη, στη συνέχεια όμως άλλαξε στρατόπεδο και συμμάχησε με τους Οθωμανούς. Ωστόσο, η πορεία των πραγμάτων ήταν μοιραία για εκείνον: το 1447 ο Ουνυάδης τον δολοφόνησε μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του. Έμειναν ζωντανοί μόνο οι δύο γιοι του που βρίσκονταν στην Αδριανούπολη. Το τραγικό αυτό συμβάν φαίνεται ότι πυροδότησε τη δίψα του νεαρού Βλαντ για εκδίκηση…
Το 1448 ο νεαρός Βλαντ όχι μόνο επέστρεψε στη Βλαχία αλλά κατόρθωσε να γίνει ηγεμόνας (ως Βλαντ Γ’), για λίγους μήνες όμως, καθώς εκθρονίστηκε από τους Ούγγρους και εξορίστηκε. Για τα επόμενα 8 χρόνια τα ίχνη του ουσιαστικά χάνονται. Το 1456 επανήλθε δριμύτερος και ανέβηκε ξανά στο θρόνο της Βλαχίας, αφού σκότωσε σε προσωπική μονομαχία τον έτερο διεκδικητή του θρόνου Βλάντισλαβ. Η βασιλεία του ξεκίνησε με την επιβολή μιας πολιτικής μηδενικής ανοχής προς οποιονδήποτε θα μπορούσε να απειλήσει την εξουσία του. Υπέγραφε, μάλιστα, με το όνομα Wladislaus Dragwlya («ο γιος του Δράκου»), μνημονεύοντας σαφώς το Τάγμα του Δράκου.
Αρχικά ασχολήθηκε με τους Βλάχους βογιάρους (γαιοκτήμονες), τους οποίους θεωρούσε υπεύθυνους για τον αφανισμό της οικογένειάς του. Κάλεσε 200 από αυτούς μαζί με τις οικογένειές τους σε ένα πασχαλινό τραπέζι και, αφού θανάτωσε τις γυναίκες και τους γηραιότερους, έστειλε τους άντρες ως αιχμαλώτους να δουλέψουν στο χτίσιμο του κάστρου Poenari, μιας από τις αγαπημένες του κατοικίες. Παράλληλα, δημιούργησε επίλεκτα στρατιωτικά σώματα από στρατιώτες που είχαν διακριθεί στη μάχη και απάλλαξε τους χωρικούς και τους τεχνίτες της χώρας από τους φόρους που πλήρωναν στους Οθωμανούς.
Στη συνέχεια στράφηκε εναντίον των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας, οι οποίοι, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν σύμμαχοι με τους εχθρούς του. Αρχικά, επέβαλε περιορισμούς και βαριά φορολογία στις εμπορικές τους δραστηριότητες, ενώ κατέστρεψε και λεηλάτησε σαξονικά χωριά, πιάνοντας πολλούς αιχμαλώτους, τους οποίους μετέφερε στη Βλαχία και κατόπιν ανασκολόπησε, κάποιες φορές όντας και ο ίδιος παρών στις εκτελέσεις. Συχνά στο βίαιο έργο του έβρισκε συμμάχους τους Ρουμάνους ορθόδοξους χωρικούς, οι οποίοι ένιωθαν καταπιεσμένοι από τους καθολικούς Ούγγρους και τους πλούσιους Σάξονες εμπόρους.
Ιδιαίτερα σκληρή ήταν η εξωτερική πολιτική του Βλαντ απέναντι στους Οθωμανούς, μέσα και έξω από τα πεδία των μαχών. Το 1459 ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ έστειλε μια πρεσβεία στην αυλή του Βλαντ, απαιτώντας φόρο υποτέλειας από 10.000 δουκάτα και 300 νεαρά αγόρια. Όταν οι απεσταλμένοι του σουλτάνου αρνήθηκαν να βγάλουν τα τουρμπάνια τους, επικαλούμενοι το θρησκευτικό τυπικό, ο Βλαντ κάρφωσε τα τουρμπάνια στα κεφάλια τους.
Την άνοιξη του 1462 ο Μωάμεθ Β’ επέστρεψε στη Βλαχία με μια στρατιά 90.000 αντρών. Ο Βλαντ, κυρίως με επιδρομές και τακτικές ανταρτοπολέμου, κατόρθωσε να συλλάβει πάνω από 20.000 αιχμαλώτους από τον οθωμανικό στρατό. Αφού θανάτωσε πολλούς από αυτούς, τοποθέτησε τα πτώματα σε κοινή θέα στο δρόμο που θα περνούσε η εχθρική στρατιά. Λέγεται ότι ο σουλτάνος τρόμαξε τόσο πολύ με το «δάσος των εκτελεσμένων» που έκανε μεταβολή και γύρισε πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Ο Βλαντ, προκειμένου να ενημερώσει τον βασιλιά της Ουγγαρίας Ματθία Κορβίνο για τα «κατορθώματά» του, του έστειλε σακιά γεμάτα μύτες και αυτιά από τα πτώματα…
Τελικά, όμως, η αιμοδιψία του Βλαντ έκανε τους πάντες να στραφούν εναντίον του. Το 1462 συνελήφθη από τον Ούγγρο βασιλιά και φυλακίστηκε για 12 χρόνια. Το 1475 απελευθερώθηκε και στάλθηκε στη Βλαχία, για να πολεμήσει και πάλι τους Τούρκους. Μετά από κάποιες νίκες υπέστη μια συντριπτική ήττα στα τέλη του 1476 και θανατώθηκε από τον οθωμανικό στρατό. Οι Τούρκοι έστειλαν το κεφάλι του στην Κωνσταντινούπολη, για να εκτεθεί πάνω από την πύλη της πόλης…
Ένας ζωντανός θρύλος
Η φήμη του Βλαντ είχε αρχίσει να εξαπλώνεται ήδη από την εποχή που ήταν ακόμα ζωντανός. Πολλοί από τους αμέτρητους εχθρούς του φρόντισαν να κυκλοφορήσουν προπαγανδιστικά έντυπα, στα οποία περιέγραφαν τις πράξεις του με τα μελανότερα χρώματα. Η κυκλοφορία των εντύπων αυτών συνέπεσε με την εξάπλωση της τυπογραφίας, μια νέα εφεύρεση της εποχής, γεγονός που βοήθησε στην γρηγορότερη και ευρύτερη διάδοσή τους. Οι ιστορίες για τις θηριωδίες του Βλαντ, συχνά με μια δόση υπερβολής -καθώς τον χαρακτήριζαν «παρανοϊκό ψυχοπαθή, σαδιστή, φρικιαστικό δολοφόνο, μαζοχιστή»- έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλή αναγνώσματα στις γερμανικές χώρες.
Ωστόσο, πολλοί Ρουμάνοι ιστορικοί του παρελθόντος τον περιέγραψαν ως σπουδαίο ηγέτη και αγωνιστή για την ανεξαρτησία των ρουμανικών εδαφών, ενώ Ρουμάνοι ποιητές και καλλιτέχνες τον ύμνησαν για τη δικαιοσύνη και τον ηρωισμό που έδειξε εναντίον των δεσποτικών βογιάρων. Ακόμα και σήμερα πολλοί τον αντιμετωπίζουν ως εθνικό ήρωα, που υπερασπίστηκε τη χώρα του από ξένους εισβολείς, τόσο Τούρκους στρατιώτες όσο και Σάξονες εμπόρους.
Ο ηγεμόνας που έγινε βαμπίρ…
Ο μύθος του Βλαντ Τσέπες λειτούργησε πιθανότατα ως πηγή έμπνευσης για τον Μπραμ Στόκερ στη συγγραφή του διάσημου έργου του Dracula που κυκλοφόρησε το 1897. Ο συγγραφέας συνέδεσε την ιστορική φυσιογνωμία του Βλαντ με τα αιμοβόρα βαμπίρ της ρουμανικής λαϊκής παράδοσης, πλάθοντας έναν χαρακτήρα-σύμβολο του απόλυτου κακού. Ο Κόμης Δράκουλας είναι ένας νεκροζώντανος ευγενής από την Τρανσυλβανία που ισχυρίζεται ότι ανήκει στην εθνότητα των Ούγγρων Σέκλερ και κατάγεται από τον Αττίλα. Για να κρατηθεί στη ζωή έχει ανάγκη από φρέσκο ανθρώπινο αίμα, κυρίως γυναικών, ενώ έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει άλλους σε βαμπίρ, δαγκώνοντάς τους στο λαιμό…
Ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας του Κόμη Δράκουλα έγινε πρωταγωνιστής σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες, με παλιότερη το Νοσφεράτου (1922) του Γερμανού σκηνοθέτη Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου, μια εμβληματική ταινία του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Στο Νοσφεράτου ο ήρωας ονομάζεται κόμης Ορλόκ, καθώς η χήρα του Στόκερ αρνήθηκε να δώσει τα δικαιώματα στον Μουρνάου. Ο πρώτος ηθοποιός που υποδύθηκε τον Κόμη Δράκουλα με το όνομά του ήταν ο Ούγγρος Μπέλα Λουγκόζι στην ταινία Dracula του 1931.
Εκτός από τις άπειρες εμφανίσεις του στο σινεμά, ο Κόμης Δράκουλας έγινε ήρωας σε θεατρικά έργα, όπερες, μπαλέτα, τηλεοπτικές σειρές, ταινίες πορνό, κινούμενα σχέδια και βιντεοπαιχνίδια και αναδείχθηκε σε μια από τις δημοφιλέστερες μορφές της ποπ κουλτούρας.
BONUS FACT
Οι ερευνητές διαφωνούν σχετικά με τον τόπο που είναι θαμμένος ο Βλαντ. Η παράδοση λέει ότι θάφτηκε στην εκκλησία του μοναστηριού στο Σνάγκοβ, στο βόρειο άκρο της σύγχρονης πόλης του Βουκουρεστίου, αν και ανασκαφές που έγιναν εκεί δεν αποκάλυψαν κανέναν τάφο, παρά μόνο οστά αλόγων. Ο Ρουμάνος ιστορικός Constantin Rezachevici υποστηρίζει ότι ο τάφος του βρίσκεται στη Μονή Κομάνα, μεταξύ Βουκουρεστίου και Δούναβη, κοντά στην υποτιθέμενη τοποθεσία της μάχης στην οποία σκοτώθηκε. Ένα πράγμα είναι σίγουρο, ωστόσο: σε αντίθεση με τον Κόμη Δράκουλα του Στόκερ, ο Βλαντ σίγουρα πέθανε…
Πηγές: Wikipedia [1], [2], National Geographic, Bran Castle, Live Science